Από του «Μπόλαρη» στα «Στιβανάδικα» κι από το «Κρύο Βρυσάλι» στη «Ρεγγίνα» κι από εκεί στο «Πρεβαντόριο» και τη «Σταφιδική»… ∆εν είναι σπάνιο φαινόµενο στην ιστορία των πόλεων κάποιο δηµοφιλές παλιό καφενείο ή ο χώρος που δραστηριοποιούνταν µια επαγγελµατική συντεχνία να µετατρέπονται σε τοπωνύµια.
Άλλες φορές πάλι, παλιά ιδρύµατα και περίτεχνα αρχιτεκτονήµατα είναι εκείνα που έχουν κερδίσει στην «αρένα» του χρόνου, τη «µάχη» µε τις επίσηµες ονοµασίες µιας περιοχής. Εµβληµατικά κτήρια, µνηµεία και ανθρώπινες δραστηριότητες που µπορεί να «έσβησαν» καθώς άλλαξαν οι καιροί, αλλά παραµένουν ζωντανά ως ονοµασίες στη συλλογική µνήµη. Οι «διαδροµές», αναζητούν σήµερα τις ιστορίες που υπάρχουν πίσω από τις ονοµασίες πέντε γνωστών περιοχών των Χανίων. Περιοχών που ό,τι απέµεινε από το παρελθόν τους είναι ίσως στις µέρες µας µόνο το όνοµά τους…
Τα Στιβανάδικα

Τα Στιβανάδικα στην οδό Σκρύδλωφ στην παλιά πόλη αποτελούν σήµερα έναν από τους πιο δηµοφιλείς και εµπορικούς δρόµους των Χανίων. Η περιοχή ονοµάστηκε έτσι από τα εργαστήρια κατασκευής στιβανιών και επεξεργασίας δερµάτινων ειδών που λειτουργούσαν παλαιότερα εκεί.
«Στην τουρκοκρατία συνηθίζονταν να υπάρχουν ξεχωριστές περιοχές για την κάθε συντεχνία. Έτσι συγκεντρώνονταν οι µάστορες κάθε επαγγέλµατος σε µια γειτονιά και η περιοχή λειτουργούσε µε έναν συγκεκριµένο τρόπο. ∆εν γνωρίζουµε ακριβώς πότε τα στιβανάδικα στην οδό Σκρύδλωφ έγιναν αυτό που ξέρουµε αλλά σίγουρα από τις αρχές της Τουρκοκρατίας υπήρχε µια συγκέντρωση επαγγελµατιών η οποία εξελίχθηκε στα στιβανάδικα», σηµειώνει ο ιστορικός ερευνητής Μανόλης Μανούσακας.
Ο συγκεκριµένος δρόµος, όπως λέει ο συνοµιλητής µας, ήταν ένας από τους δρόµους που κάηκαν στα γεγονότα του 1897 όταν και ξέσπασε µια µεγάλη πυρκαγιά στην πόλη: «Ωστόσο, φαίνεται ότι η νότια µεριά του δρόµου µε τις βενετσιάνικες αποθήκες, που είναι στη σειρά και σήµερα λειτουργούν ως καταστήµατα, δεν καταστράφηκαν ως κτίσµατα. Η βόρεια, ωστόσο, µεριά, όπως και η γειτονική οδός Μπετόλο, έγιναν παρανάλωµα του πυρός και φτιάχτηκαν από την αρχή. Γι’ αυτό και υπήρχαν και νεοκλασικά κτίσµατα εκεί. Βέβαια η περιοχή βοµβαρδίστηκε αργότερα στην Κατοχή κι έτσι έως σήµερα σώζονται κάποια υπολείµµατα».
Ως συντεχνία, τα στιβανάδικα λειτουργούσαν µέχρι και τις πρώτες µεταπολεµικές δεκαετίες, όταν σταδιακά η περιοχή άρχισε να χάνει τον χαρακτήρα της και να γίνεται τουριστική.
Σήµερα όπου οι περισσότερες παραδοσιακές τέχνες, µεταξύ αυτών και η στιβανοποιία, έχουν παρακµάσει, η περιοχή ελάχιστα θυµίζει τις εποχές της συντεχνίας.
Τα καλοκαίρια χιλιάδες τουρίστες συνωστίζονται στον στενό δρόµο αγοράζοντας δερµάτινα είδη, σουβενίρ κ.ά. Από τα στιβανάδικα του παρελθόντος εκείνο που µένει ακόµα ζωντανό είναι το όνοµα.
Το Πρεβαντόριο

Εκεί που σήµερα στεγάζεται το παράρτηµα ΑµεΑ Χανίων στη συνοικία του Άι-Γιάννη, κάποτε λειτουργούσε το Φθισιατρείο ή Σανατόριο ή, όπως ακόµα και στις µέρες µας αναφέρεται η περιοχή, Πρεβαντόριο.
Σύµφωνα µε την ιστορικό και φιλόλογο Στέλλα Αλιγιζάκη, που έχει ερευνήσει την ιστορία του ιδρύµατος, η ίδρυση του Φθισιατρείου Χανίων έγινε µε προεδρικό διάταγµα της 19ης Μαΐου του 1924. Η έδρα του ορίστηκε βορειοανατολικά του µετοχίου Σάντουιθ: «Μέσα στο καλοκαίρι του 1924, οπότε ήδη είχε προσχεδιασθεί η ίδρυση του Φθισιατρείου Χανίων στον Άγιο Ιωάννη, από µέρους της Γενικής ∆ιοικήσεως αναζητείται χώρος για την προσωρινή περίθαλψη των φυµατικών, ιδιαίτερα εκείνων που βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο της αρρώστιας. Ο ∆ήµος Χανίων παραχωρεί οίκηµα στην Καψαλώνα, στην περιοχή της Χρυσοπηγής, προκειµένου να νοσηλευθούν φυµατικοί µέχρι την εγκατάστασή τους στο θεραπευτήριο, που επρόκειτο να κατασκευαστεί. Το οίκηµα αυτό ήταν παλαιό ελαιοτριβείο…».
Ωστόσο, όπως καταδεικνύουν και δηµοσιεύµατα της περιοχής οι συνθήκες στον Καψαλώνα δεν ήταν καλές, ενώ και η δυναµικότητα του ιδρύµατος ήταν πολύ περιορισµένη.
«Τα δηµοσιεύµατα των τοπικών εφηµερίδων περιγράφουν το χώρο του ιδρύµατος ως “κόλαση”, όπου διαβιώνουν ασθενείς δίπλα σε βρωµισµένα έλη, άνθρωποι που ψυχοµαχούν βλέπουν άλλους να πεθαίνουν πλάι τους, ενώ νεκροί παραµένουν τις νύχτες πλάι σε ετοιµοθάνατους», γράφει η κα Αλιγιζάκη και σηµειώνει: «Από τις διαµαρτυρίες των νοσηλευοµένων που βλέπουν το φως της δηµοσιότητας κατά τα τελευταία έτη εύκολα φαντάζεται κανείς τα προβλήµατά τους. Στις επιστολές τους στον Τύπο καταγγέλλουν ότι το κτήριο είναι απρόσιτο στον ήλιο, γεµάτο υγρασία, σκόνες και κρύο. Αναφέρεται ότι η βροχή συχνά φθάνει στα κρεβάτια των αρρώστων και περιγράφονται συνθήκες συχνά άθλιες. Πρόκειται ακριβώς για την εποχή, κατά την οποία φιλοξενήθηκε στο ίδρυµα και ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, ο οποίος πιθανόν συνέταξε και σχετικές διαµαρτυρίες του 1930».
Τελικά, η µετακόµιση του φθισιατρείου έγινε κατά το τέλος Νοεµβρίου του 1930 και τα εγκαίνια του νέου κτηρίου, που όπως αναφέρει η Αιµιλία Κλάδου – Μπλέτσα στο βιβλίο της «Τα Χανιά έξω από τα τείχη» (εκδ. Τεχνικό Επιµελητήριο Ελλάδος – Τµήµα ∆υτικής Κρήτης) στοίχισε 4 εκατ. δραχµές και κατασκευάστηκε από τον εργολάβο Κων. Λυγιδάκη, πραγµατοποιήθηκαν αρχές ∆εκεµβρίου του 1930.
Κατά τη γερµανική κατοχή σηµειώνει η κα Αλιγιζάκη το σανατόριο χρησιµοποιήθηκε από τους κατακτητές ως Κέντρο Υγειονοµικών Υπηρεσιών της Κρήτης, ενώ το 1958 µετατράπηκε σε πρεβαντόριο, φιλοξενώντας κυρίως παιδιά φτωχών οικογενειών από όλη την Κρήτη.
Το 1973 έγινε Ίδρυµα Απροσαρµόστων Παιδιών, µετά τη µεταπολίτευση µετατράπηκε σε Θεραπευτήριο Χρονίων (Ανιάτων) Παθήσεων, ενώ σήµερα στεγάζεται το παράρτηµα ΑµεΑ Χανίων. Στο δε παλιό ιστορικό κτήριο του Πρεβαντόριου σήµερα λειτουργεί Στέγη Υποστηριζόµενης ∆ιαβίωσης ΑµεΑ.
Το Κρύο Βρυσάλι

Πολύ κοντά στην οδό Σκρύδλωφ και τα Στιβανάδικα, στην οδό Εµµανουήλ Μπαλαντίνου, συναντάµε ένα ακόµα παλιό, αλλά όχι ξεχασµένο, τοπωνύµιο: το Κρύο Βρυσάλι.
«Το Κρύο Βρυσάλι δηµιουργήθηκε όταν οι Τούρκοι µετά την κατάληψη της πόλης των Χανίων θέλησαν να αλλάξουν την πορεία του νερού που έρχονταν από 4 πηγές στα Μπουτσουνάρια και κατέληγε στην κεντρική φοντάνα, δηλαδή το συντριβάνι», εξηγεί ο ιστορικός ερευνητής Μανόλης Μανούσακας και προσθέτει: «Μέχρι τότε το νερό, µε έναν υδαταγωγό, περνούσε από τα τείχη της πόλης κατά µήκος της οδού Χάληδων και κατέληγε στον αναβρυτήριο της πλατείας του συντριβανιού. Όµως οι Τούρκοι αποφάσισαν να διαχειριστούν αλλιώς το νερό γιατί ήθελαν να το κατευθύνουν στα κεντρικά τζαµιά τους ώστε σε βρύσες που βρίσκονταν απ’ έξω από τους ναούς να πλένονται οι πιστοί πριν µπουν µέσα. Αυτό σηµαίνει ότι το νερό µοιράστηκε».
Στο πλαίσιο αυτό, το Κρύο ή Κρυγιό Βρυσάλι ήταν η πρώτη κρήνη που συναντούσε κανείς εντός των τειχών, µέσα στην παλιά πόλη. Ήταν δηλαδή το πρώτο σηµείο διανοµής νερού και γι’ αυτό και το νερό ήταν κρύο καθώς στην πορεία, µέχρι να φτάσει παρακάτω, το νερό ζεσταίνονταν.
«Το Κρύο Βρυσάλι σωζόταν µέχρι τη δεκαετία του ’60. Το κτίσµα που φιλοξενούσε την κρήνη ήταν από εκείνα που κάηκαν στην Επανάσταση του 1897 και παρότι µετά ανοικοδοµήθηκε βοµβαρδίστηκε κατά τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο», σηµειώνει ο κ. Μανούσακας.
Η «Ρεγγίνα»

Εκεί που σήµερα βρίσκεται το πάρκινγκ «Ρεγγίνα» στον προµαχώνα Santa Lucia κάποτε οι Χανιώτες και οι Χανιώτισσες ταξίδευαν µέσα από την 7η Τέχνη. Ο κινηµατογράφος «Ρεγγίνα» που υπήρχε εκεί, του Κωνσταντίνου Βενιανάκη, έγραψε τη δική του ιστορία χαρίζοντας στιγµές κινηµατογραφικής συγκίνησης για σχεδόν 45 χρόνια.
Όπως αφηγείται στο βιβλίο του Λευτέρη Λαµπράκη «Από τα Χανιά στη Χολλυγούνδη» (εκδ. «Πυξίδα της Πόλης») η Αντιγόνη Γεωργίου Βενιανάκη τον Μάιο του 1959 ο Κων. Βενιανάκης δηµιούργησε εκεί τον θερινό κινηµατογράφο «Ρεγγίνα»: «Είχε αγοράσει εκείνο το µέρος του οικοπέδου της Ανατολικής Τάφρου πίσω από το ξενοδοχείο “Κρήτη”. Κάποια στιγµή επιχείρησε να το σκεπάσει ώστε να έχει διπλή χρήση. Να λειτουργεί σαν χειµερινός και σαν θερινός. Ήταν µεγάλη αποτυχία γιατί ξόδεψε πάρα πολλά χρήµατα και µόνο µια χρονιά τα κατάφερε να ανοίγει τη στέγη. Ήταν τεράστια η οροφή και δεν µπορούσε να ανοιγοκλείνει. Για πολλά χρόνια λειτουργούσε σαν µικτός κινηµατογράφος, ανοίγοντας τα µεγάλα ψηλά πλαϊνά ρολά, µέχρι που κι αυτά µε τον χρόνο αχρηστεύτηκαν». Ο χειµερινός κινηµατογράφος, που είχε οθόνη Vistarama, λειτούργησε από το 1971 µέχρι το 2004, όταν και το οικόπεδο απαλλοτριώθηκε µε σκοπό να αποκαλυφθεί η Τάφρος.
Η Σταφιδική

Το κτήριο της Σταφιδικής βρισκόταν επί της οδού Καλλεργών στην παλιά πόλη και ήταν δηµιούργηµα της έλευσης των προσφύγων. «Εκείνοι ήταν που ήξεραν την τέχνη της σταφίδας και συγκεκριµένα της σουλτανίνας», σηµειώνει ο ιστορικός ερευνητής Μανόλης Μανούσακας. Η µεγάλη παραγωγή, όπως λέει, γινόταν στο Ηράκλειο -όπως ακόµα και σήµερα- αλλά σταφίδα υπήρχε και στον κάµπο των Χανίων: «Το κτήριο της Σταφιδικής ήταν ένα βιοµηχανικό κτήριο του Μεσοπολέµου που είχε χτιστεί τη δεκαετία του ’30 και είχε 2 ορόφους, ενώ αργότερα προστέθηκε κι ένας τρίτος. Το κτήριο σωζόταν -αν και σε κακή κατάσταση- µέχρι τη δεκαετία του ’80, εκεί που σήµερα είναι η ταβέρνα του “Ξυλούρη”. Από εκεί φόρτωναν το εµπόρευµα µέσα σε µεγάλες µαούνες και γίνονταν εξαγωγές. Μάλιστα, επειδή ο χώρος δεν επαρκούσε είχαν νοικιάσει χώρο κι από τα νεώρια αλλά και από άλλα όµορα κτήρια».
Σήµερα, στην περιοχή δεν αναπτύσσεται κάποια εµπορική δραστηριότητα που να παραπέµπει στα χρόνια της σταφίδας. Πλέον, τα περισσότερα καταστήµατα είναι υγειονοµικού ενδιαφέροντος και η γειτονιά της Σταφιδικής αποτελεί ένα από τα πιο τουριστικά σηµεία της πόλης.
Ο «Μπόλαρης»

«Οι Μπολάρηδες ήταν δύο αδέρφια από τον Αποκόρωνα κι είχαν φτιάξει µια εξοχική ταβέρνα – καφενείο περίπου στη θέση του σηµερινού κινηµατογράφου “Αττικόν”. Για την ακρίβεια απέναντι από το “Αττικόν” στη βόρεια πλευρά», σηµειώνει ο ιστορικός ερευνητής Μανόλης Μανούσακας ξετυλίγοντας το νήµα της ιστορίας πίσω από την ανεπίσηµη ονοµασία της περιοχής που σήµερα διατρέχει η οδός Ηρώων Πολυτεχνείου.
Όπως τονίζεται σε παλαιότερο αφιέρωµα των «διαδροµών» και της Ελένης Φουντουλάκη ο άλλοτε «δρόµος της βόλτας», η λεωφόρος Βασιλέως Γεωργίου του Β΄, διανοίχτηκε τον Φεβρουάριο του 1901, επί Κρητικής Πολιτείας, ενώ έναν χρόνο µετά δεντροφυτεύθηκε, όπως αναφέρεται στην εφηµερίδα της εποχής «ΠΑΤΡΙΣ» από τα αρχεία του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης. Στο δηµοσίευµα σηµειώνεται σχετικά ότι «φυτεύθηκαν διπλές σειρές δέντρων πολυτελείας καθ’ όλον το µήκος της µεγάλης οδού επί της νέας οδού ∆ικαστηρίων – Χαλέπας. Και στις δύο πλευρές της οδού τοποθετήθηκε γκαζόν µε σκοπό να συγκρατεί την κατάρρευση των χωµάτων». Εκεί, στον δρόµο του «Μπόλαρη», έκτισαν τις οικίες τους πολιτικοί, αξιωµατικοί, γιατροί, έµποροι και βουλευτές της εποχής.
«Η ταβέρνα του Μπόλαρη πρέπει να υπήρχε τον Μεσοπόλεµο», σχολιάζει ο κ. Μανούσακας, ενώ παρότι εδώ και πολλές δεκαετίες το ιστορικό καφέ – εστιατόριο των αδερφών από τον Αποκόρωνα αποτελεί µακρινή ανάµνηση, η περιοχή εξακολουθεί να φέρει άτυπα το όνοµα των ιδιοκτητών του, αποτελώντας ένα ακόµα χαρακτηριστικό τοπωνύµιο των Χανίων.
*Όλες οι παλιές φωτογραφίες που δηµοσιεύονται προέρχονται από το φωτογραφικό αρχείο του Μανόλη Μανούσακα, η βοήθεια του οποίου υπήρξε πολύτιµη και καθοριστική για την πραγµατοποίηση του σηµερινού αφιερώµατος.
Πηγή: Χανιώτικα Νέα

 
				 
													




 
								 
								 
								 
								 
								