Υπό το βάρος του φιάσκου της «ανεπιθύμητης» επίσκεψης υπουργών της ελληνικής κυβέρνησης και του Επιτρόπου Μετανάστευσης της Ε.Ε. στην «κυβέρνηση της Ανατολικής Λιβύης», ο Πρωθυπουργός έσπευσε να εξαγγείλει τη χειρότερη δυνατή απάντηση στο ζήτημα των αυξανόμενων προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών προς την Κρήτη.
Με τροπολογία που ουσιαστικά αναστέλλει τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας απέναντι στα θεμελιώδη δικαιώματα προσφύγων και μεταναστών, η κυβέρνηση επαναφέρει το επικίνδυνο δόγμα της «εξαίρεσης», το οποίο το 2020 οδήγησε σε διεθνή καταδίκη της Ελλάδας και σε τραγωδίες όπως αυτή της Πύλου.
Αντί για την αυτονόητη ενίσχυση των δομών υποδοχής και τη νόμιμη διαχείριση των αφίξεων με βάση το διεθνές δίκαιο και τις αρχές του ανθρωπισμού, ο Πρωθυπουργός επιλέγει το μοντέλο των κλειστών κέντρων κράτησης τύπου Αμυγδαλέζας. «Φυλακή ή επιστροφή» είναι το μόνο σχέδιο που μπορεί να σκεφτεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ακόμα και όταν γνωρίζει ότι η επιστροφή προσφύγων από εμπόλεμες ζώνες –όπως το Σουδάν– είναι ανέφικτη, ενώ οι απόπειρες επαναπροώθησης μεταναστών σκοντάφτουν σε εμπόδια που η ίδια η κυβέρνηση βίωσε στη Βεγγάζη.
Η Κρήτη, όπως και κάθε περιοχή της χώρας, δεν χρειάζεται νέα στρατόπεδα αποκλεισμού. Χρειάζεται υποδομές φιλοξενίας, ανθρώπινες συνθήκες, θεσμούς ένταξης. Χρειάζεται πολιτική πρόληψης και σχεδιασμού, όχι κυνικά επικοινωνιακά παιχνίδια ούτε νέα πολιτικά λάθη με ορατό διεθνές κόστος. Χρειάζεται, πάνω από όλα, την ενεργή στήριξη της κεντρικής διοίκησης – όχι απαξίωση και υποκρισία.
Η Νέα Αριστερά στέκεται με σταθερότητα στο πλευρό των τοπικών κοινωνιών της Κρήτης, που –παρά τις αντιφάσεις και τις δυσκολίες– επιδεικνύουν ενσυναίσθηση και αντίληψη του προβλήματος. Καλούμε την κυβέρνηση να συνεργαστεί με τις τοπικές αρχές και τις κοινότητες και να σταματήσει να τις χρησιμοποιεί ως πελατειακό ανάχωμα στις αποτυχημένες πολιτικές της. Η εγκατάλειψη σχεδιασμού, η άρνηση δημιουργίας δομών και η μετακύλιση των ευθυνών έχουν οδηγήσει την Κρήτη σε ασφυκτική πίεση.
Η χώρα δεν έχει ανάγκη από νέα κέντρα εγκλεισμού. Εχει ανάγκη από μια πολιτική προσφύγων και μετανάστευσης σύμφωνη με τις αρχές του διεθνούς δικαίου, με έμφαση στην αλληλεγγύη, την κοινωνική ένταξη και την αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού.