Αύξηση 4% στον κατώτατο μισθό προτείνει ο ΣΕΒ εκτιμώντας ότι το ποσοστό αυτό «αντανακλά τις πραγματικές δυνατότητες των επιχειρήσεων και μπορεί να ενισχύσει το σύνολο της οικονομίας»
Ταυτοχρόνως συναρτά την αύξηση αυτή με μια σειρά μέτρων όπως είναι η μείωση της φορολογίας των εργαζομένων αλλά και του μη μισθολογικού κόστους (ασφαλιστικών εισφορών) κατά 2,6% τη διετία 2025 – 2027. «Πρόκειται για δύο δομικά προβλήματα της ελληνικής αγοράς εργασίας – σημειώνει ο Σύνδεσμος – τα οποία επιβαρύνουν τόσο τα πραγματικά διαθέσιμα εισοδήματα των εργαζομένων όσο και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων».
Συνάντηση Μιχαηλίδου – ΣΕΒ
Τις θέσεις του αυτές ανέπτυξε το προεδρείο του Συνδέσμου στην υπουργό Εργασίας κυρία Δόμνα Μιχαηλίδου, την οποία συνάντησε στο πλαίσιο των επαφών της υπουργού με τους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων.
Ειδικότερα για την ενίσχυση του εργατικού εισοδήματος οι εκπρόσωποι της ελληνικής βιομηχανίας ανέπτυξαν τη θέση τους για μείωση της φορολογία της μισθωτής εργασίας υπογραμμίζοντας ότι η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα το 2022 κυμαινόταν κατά μέσο όρο στο 34,6% (19η υψηλότερη θέση μεταξύ των 38 χωρών του ΟΟΣΑ) και πλέον είναι επιτακτική ανάγκη η μείωση της φορολογίας της μισθωτής απασχόλησης, η οποία θα έχει άμεσα θετικές συνέπειες στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Ταυτοχρόνως, επανέλαβαν την θέση τους ότι οποιαδήποτε μεταβολή του κατώτατου μισθού πρέπει να συνοδεύεται από μείωση του μη μισθολογικού κόστους της μισθωτής εργασίας τουλάχιστον κατά 2,6% το 2025-2027, ώστε να αρχίσει να προσεγγίζει το μέσο όρο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Η αύξηση
Στο μεταξύ ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για την θέσπιση του νέου κατώτατου μισθού καθώς στις 22 Μαρτίου θα ανακοινωθεί επισήμως η κυβερνητική απόφαση. Η κυβέρνηση φαίνεται να έχει πρόθεση για – σαφώς – υψηλότερες αυξήσεις από τις προτάσεις των εργοδοτών, οι οποίες απέχουν παρασάγγας από τη πρόταση της ΓΣΕΕ.
Μεσούσης της διαδικασίας θέσπισης του νέου κατώτατου μισθού διαπιστώνει κανείς ότι τις θέσεις εργοδοτών και εργαζομένων χωρίζει ένα «αβυσσαλέο χάσμα», δώδεκα ποσοστιαίων και πλέον μονάδων.
Αύξηση 40 έως 50 ευρώ περιλαμβάνει το κυβερνητικό σενάριο, το οποίο εφόσον υλοποιηθεί θα διαμορφώσει τον κατώτατο μισθό στα 820 έως 830 ευρώ, από 780 που είναι σήμερα. Τα τελευταία χρόνια οι κατώτατες αμοιβές αυξήθηκαν κατά 20% από το 650 ευρώ το 2019 σε 780 το 2023, ενώ η κυβερνητική δέσμευση προβλέπει να φθάσει τα 950 ευρώ το 2027.
Η κυβέρνηση, δεν έχει «ανοίξει τα χαρτιά της», ωστόσο τόσο ο Πρωθυπουργός κ. Κ. Μητσοτάκης, όσο και ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας κ. Κ. Χατζηδάκης, έχουν δηλώσει ότι ο νέος μισθός θα έχει ως πρώτο νούμερο το οκτώ, δηλαδή θα είναι πάνω από 800 ευρώ.
«Ο κατώτατος μισθός αλλά και οι μισθοί γενικότερα συναρτώνται με την παραγωγικότητα. Είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί υψηλότερο βιοτικό επίπεδο στους εργαζόμενους, χωρίς να προκληθεί ζημιά στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας», τονίζει χαρακτηριστικά ο υφυπουργός Εργασίας κ. Π. Τσακλόγλου
Μεσούσης της διαδικασίας θέσπισης του νέου κατώτατου μισθού διαπιστώνει κανείς ότι τις θέσεις εργοδοτών και εργαζομένων χωρίζει ένα «αβυσσαλέο χάσμα», δώδεκα ποσοστιαίων και πλέον μονάδων.
Σύμφωνα με τις προτάσεις που υπέβαλαν οι κοινωνικοί εταίροι οι διαφορές είναι δυσθεώρητες. Οι εργοδοτικοί φορείς προτείνουν αυξήσεις από 3,5% (ΕΣΕΕ) έως 5% (ΣΕΤΕ), δηλαδή νέο κατώτατο μισθό 807,3 ευρώ έως 819 ευρώ. Οι εργοδότες επιμένουν ότι η αύξηση θα πρέπει να κινηθεί χαμηλά με γνώμονα το ύψος του πληθωρισμού του 2023, που ήταν γύρω στο 3,5%. Συγκρατημένη είναι και η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος η οποία κυμαίνεται γύρω από το 4%.
Στην αντίπερα όχθη η ΓΣΕΕ προτείνει αύξηση περίπου 16,4%, δηλαδή αύξηση 128 ευρώ και διαμόρφωση του νέου κατώτατου μισθού στα 908 ευρώ.
Η αγοραστική δύναμη
Την όγδοη χειρότερη θέση κατέχει η χώρα μας στη ευρωπαϊκή κατάταξη που συγκρίνει το ύψος του κατώτατου μισθού σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Μάλιστα ο μηνιαίος μισθός στην Ελλάδα φθάνει τις 1.031 μονάδες αγοραστικής δύναμης και υπολείπεται το κατώτατου μισθού χωρών όπως η Ρουμανία, η Κροατία, η Λιθουανία, η Σλοβενία και η Πολωνία.
Το σημαντικό αυτό στοιχείο αναδεικνύει η αναλυτική έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, που αναφέρεται στην πρόταση της οργάνωσης για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 908 ευρώ.
Κατά τη ΓΣΕΕ η αναγκαιότητα για σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού αιτιολογείται και από τις ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις που καταγράφει η Ελλάδα σε μια σειρά δείκτες οι οποίοι αποτυπώνουν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και των φτωχότερων εισοδηματικά νοικοκυριών. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2022 η χώρα εμφάνιζε το πέμπτο υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων σε κίνδυνο φτώχειας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Μάλιστα το 44,5% των νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα αντιμετώπιζαν συνθήκες σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης.
Η κατακόρυφη πτώση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού στη χώρα μας – παρά τις διαδοχικές αυξήσεις του τα τελευταία έτη – είναι αποτέλεσμα της αύξησης των εγχώριων τιμών, του υψηλότερου κόστους των εισαγόμενων, κυρίως ενεργειακών, προϊόντων, αλλά και έντονων κερδοσκοπικών πρακτικών και κερδών απληστίας που τροφοδοτούν την ακρίβεια.
Οι συμβάσεις
Ταυτοχρόνως η ΓΣΕΕ θέτει το ζήτημα της υστέρησης που παρουσιάζει η χώρα μας σε ότι αφορά συλλογικές διαπραγματεύσεις και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Σύμφωνα με την τελευταία εκτίμηση του Ινστιτούτου Εργασίας, το 2023 το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας φτάνει στο 31%. Κι αυτό την στιγμή που η σχετική Οδηγία της ΕΕ, ορίζει ότι τα κράτη-μέλη, με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, θα πρέπει να αναλάβουν σχέδιο δράσης με σκοπό να αυξηθεί το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων τουλάχιστον στο 80%.
Η ΓΣΕΕ εκτιμά ως απολύτως απαραίτητη τη άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 908 ευρώ μηνιαίως και την επαναφορά του καθορισμού του στον θεσμό της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Ταυτοχρόνως ζητά την αποκατάσταση των προστατευτικών ρυθμίσεων του ατομικού και του συλλογικού εργατικού δικαίου (καθολικότητα ισχύος των όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, πλήρης μετενέργειά τους, αρχή της εύνοιας στη «συρροή» τους και επέκταση της ισχύος τους).
Τέλος απαιτεί την άρση των θεσμικών και νομοθετικών εμποδίων για την αύξηση της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας σε ποσοστό άνω του 80% των μισθωτών.
Πηγή: ΟΤ