Σχεδόν διπλάσια η υπέρβαση της Ελλάδας από τον μέσο όρο της ΕΕ ως προς τις δαπάνες για την Άμυνα. Τα στοιχεία δείχνουν μια πολιτική που δίνει μεγαλύτερο βάρος στην εξωτερική και εσωτερική ασφάλεια
Παρά τη μεταρρυθμιστική ρητορική των τελευταίων ετών η χρηματοδότηση της Υγείας και της Παιδείας παραμένει χαμηλότερη σε σύγκριση με τις κρατικές δαπάνες oι οποίες προορίζονται για την εξωτερική και εσωτερική ασφάλεια.
Τα στοιχεία αποτυπώνουν ένα πολιτικό μοτίβο που δείχνει ότι η Ελλάδα δίνει μεγαλύτερο βάρος στην εξωτερική και εσωτερική ασφάλεια και λιγότερο στην ενίσχυση της Υγείας και της Παιδείας.
Σύμφωνα με τον κρατικό Προϋπολογισμό το 2024 σημειώθηκε ακόμα μία αύξηση των πιστώσεων για την υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων αλλά και συνολικά για τις αμυντικές δαπάνες με τον προβλεπόμενο προϋπολογισμό του υπουργείου Εθνικής Άμυνας να ανέρχεται σε 6,1 δισ. ευρώ. Από αυτό το ποσό περί τα 2,6 δισ. ευρώ αφορούν εξοπλιστικά προγράμματα.
Το πρώτο συμπέρασμα της νέας μελέτης του ΕΝΑ με τίτλο «ΤΙ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΕΙ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ» είναι ότι η Ελλάδα συγκριτικά με τον μέσο όρο της ΕΕ επιβαρύνεται με υψηλότερο δημόσιο χρέος και η δημόσια δαπάνη της είναι περισσότερο προσανατολισμένη στην εξωτερική και εσωτερική ασφάλεια παρά στην υγεία και την εκπαίδευση.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι πως αυτό δεν άλλαξε ιδιαίτερα στη διάρκεια της κρίσης. Η γενικευμένη μείωση των δαπανών έπληξε πολύ περισσότερο εκείνες που ήταν ήδη χαμηλές (όπως υγεία και εκπαίδευση) και λιγότερο ή καθόλου εκείνες που ήταν υψηλές (όπως άμυνα και δημόσια τάξη).
Ως προς την Υγεία, στην προ-πανδημική περίοδο, το ελληνικό κράτος διέθετε το 10% των δαπανών του στην Υγεία, έναντι μέσου ποσοστού 15% στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), οι κρατικές δαπάνες Υγείας στην Ελλάδα εμφάνισαν οριακή αύξηση μεταξύ του 2019 – 2022, παραμένοντας, ωστόσο, κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (8,5%, έναντι 9,5% στις άλλες χώρες).
Άμυνα και Δημόσια τάξη παρουσιάζουν συστηματική υπέρβαση
Οι γενικές δημόσιες υπηρεσίες υπερβαίνουν διαχρονικά τον μέσο όρο της ΕΕ, κάτι που οφείλεται κυρίως στους τόκους δημοσίου χρέους, οι οποίοι αποτελούν και το μεγαλύτερο μέρος της κατηγορίας.
Στην κατηγορία των οικονομικών υποθέσεων, η Ελλάδα βρίσκεται γενικά κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ με κάποιες απότομες διακυμάνσεις. Στα έτη 2012, 2013 και 2015 οι αυξήσεις οφείλονται στις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, ενώ στα έτη 2020 και 2021 στις έκτακτες δαπάνες για την πανδημία, όπως οι επιστρεπτέες προκαταβολές, που δεν ταξινομούνται στις δαπάνες υγείας.
Όπως φαίνεται στα διαγράμματα 4α και 4β οι δαπάνες και των δύο κατηγοριών ήταν διαχρονικά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, λιγότερο η Υγεία και περισσότερο η Εκπαίδευση.
Άμυνα και Δημόσια τάξη, είναι εκείνες όπου η Ελλάδα παρουσιάζει συστηματική υπέρβαση από τον μέσο όρο της ΕΕ. Στη μεν Αμυνα φαίνεται ότι η υπέρβαση είναι ιδιαίτερα μεγάλη (σχεδόν διπλάσια του μέσου όρου) και καλύπτει το σύνολο της περιόδου. Στη δε δημόσια τάξη η υπέρβαση εμφανίζεται μέσα στην περίοδο της κρίσης και διατηρείται από τότε. Φαίνεται πως καμία από τις δύο κατηγορίες δεν περιορίστηκε στη διάρκεια της κρίσης.
Η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική στις δύο κατηγορίες δαπανών που η Ελλάδα υστερεί συστηματικά, στην Υγεία και την Εκπαίδευση. Όπως φαίνεται στα διαγράμματα 4α και 4β οι δαπάνες και των δύο κατηγοριών ήταν διαχρονικά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, λιγότερο η Υγεία και περισσότερο η Εκπαίδευση. Οι δαπάνες για υγεία περιορίστηκαν σημαντικά στην περίοδο της κρίσης και άρχισαν να ανακάμπτουν μετά το 2015, παραμένοντας όμως κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Οι δαπάνες για εκπαίδευση μειώθηκαν σχετικά λιγότερο στην κρίση αλλά δεν ανέκαμψαν στη συνέχεια.
Κοινωνική προστασία: Δηλαδή…. σε συντάξεις και έκτακτα επιδόματα
Το μεγαλύτερο μέρος των κρατικών δαπανών στις χώρες του ευρώ αφορά την κοινωνική πολιτική όμως το μίγμα διαφέρει ανά χώρα. Στην Ελλάδα , από το σύνολο 57,4% του ΑΕΠ των κρατικών δαπανών, το 31,7% αφορά τις κοινωνικές δαπάνες, εκ των οποίων το 20,6% συντάξεις και επιδόματα.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας για το έτος 2021 ανήλθαν σε 48.600 εκατ. ευρώ παρουσιάζοντας αύξηση κατά 0,9% σε σχέση με το 2020. Το μεγαλύτερο ποσοστό των δαπανών αφορά σε δαπάνες για παροχές γήρατος, οι οποίες για το έτος 2021 αποτελούσαν το 52,2% των συνολικών δαπανών κοινωνικής προστασίας και παρουσίασαν μείωση 1,0% σε σχέση με το 2020.
Ακολουθούν, κατά φθίνουσα σειρά, οι δαπάνες για παροχές ασθένειας, οι οποίες για το έτος 2021 αποτελούσαν το 22,2% των συνολικών δαπανών, αυξημένες κατά 6,7% σε σχέση με το 2020 και οι δαπάνες για παροχές σε επιζώντες/χηρεία, οι οποίες αποτελούσαν το 9,9%, αυξημένες κατά 3,8% σε σχέση με το 2020.
Όπως επίσης τονίζει το Ινστιτούτο ΈΝΑ, οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα υπερβαίνουν τον μέσο όρο της Ε.Ε. στις Γενικές δημόσιες υπηρεσίες (κυρίως διοικητικές υπηρεσίες και δημόσιο χρέος), στις Οικονομικές υποθέσεις (όπως η ενέργεια και οι μεταφορές), στην Άμυνα, τη Δημόσια τάξη, την Περιβαλλοντική προστασία (όπως απορρίμματα) και – οριακά – στην Κοινωνική προστασία (συντάξεις και επιδόματα).
Χαμηλά σε δαπάνες για ύδρευση και στεγαστική πολιτική
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα υστερεί στις δαπάνες για Οικιστική μέριμνα (όπως ύδρευση και στεγαστική πολιτική), Αναψυχή και πολιτισμό (όπως αθλητισμός και ραδιοτηλεόραση), Υγεία και Εκπαίδευση.
Διακρίνεται και η διαχρονική εξέλιξη των παραπάνω κατηγοριών από το 1995 ώστε να διαπιστώσουμε την επίδραση της οικονομικής κρίσης της περιόδου 2010-18 στην κατανομή των δημόσιων δαπανών της Ελλάδας, πάντα σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ. Πρέπει, σύμφωνα με το ΕΝΑ, φυσικά, να ληφθεί υπόψη η μεγάλη μείωση του ΑΕΠ που σημειώθηκε στην παραπάνω περίοδο, κάτι που σημαίνει πως η μεταβολή του ποσοστού μιας κατηγορίας δεν σημαίνει απαραίτητα και μεταβολή της σε απόλυτα μεγέθη αλλά ταχύτερη ή βραδύτερη μεταβολή σε σχέση με τη μεταβολή του ΑΕΠ.
Κυβερνητικές δαπάνες: Διαχρονικά «ριγμένες» Υγεία και Εκπαίδευση
Σχεδόν διπλάσια η υπέρβαση της Ελλάδας από τον μέσο όρο της ΕΕ ως προς τις δαπάνες για την Άμυνα. Τα στοιχεία δείχνουν μια πολιτική που δίνει μεγαλύτερο βάρος στην εξωτερική και εσωτερική ασφάλεια
Παρά τη μεταρρυθμιστική ρητορική των τελευταίων ετών η χρηματοδότηση της Υγείας και της Παιδείας παραμένει χαμηλότερη σε σύγκριση με τις κρατικές δαπάνες oι οποίες προορίζονται για την εξωτερική και εσωτερική ασφάλεια.
Τα στοιχεία αποτυπώνουν ένα πολιτικό μοτίβο που δείχνει ότι η Ελλάδα δίνει μεγαλύτερο βάρος στην εξωτερική και εσωτερική ασφάλεια και λιγότερο στην ενίσχυση της Υγείας και της Παιδείας.
Σύμφωνα με τον κρατικό Προϋπολογισμό το 2024 σημειώθηκε ακόμα μία αύξηση των πιστώσεων για την υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων αλλά και συνολικά για τις αμυντικές δαπάνες με τον προβλεπόμενο προϋπολογισμό του υπουργείου Εθνικής Άμυνας να ανέρχεται σε 6,1 δισ. ευρώ. Από αυτό το ποσό περί τα 2,6 δισ. ευρώ αφορούν εξοπλιστικά προγράμματα.
Το πρώτο συμπέρασμα της νέας μελέτης του ΕΝΑ με τίτλο «ΤΙ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΕΙ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ» είναι ότι η Ελλάδα συγκριτικά με τον μέσο όρο της ΕΕ επιβαρύνεται με υψηλότερο δημόσιο χρέος και η δημόσια δαπάνη της είναι περισσότερο προσανατολισμένη στην εξωτερική και εσωτερική ασφάλεια παρά στην υγεία και την εκπαίδευση.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι πως αυτό δεν άλλαξε ιδιαίτερα στη διάρκεια της κρίσης. Η γενικευμένη μείωση των δαπανών έπληξε πολύ περισσότερο εκείνες που ήταν ήδη χαμηλές (όπως υγεία και εκπαίδευση) και λιγότερο ή καθόλου εκείνες που ήταν υψηλές (όπως άμυνα και δημόσια τάξη).
Ως προς την Υγεία, στην προ-πανδημική περίοδο, το ελληνικό κράτος διέθετε το 10% των δαπανών του στην Υγεία, έναντι μέσου ποσοστού 15% στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), οι κρατικές δαπάνες Υγείας στην Ελλάδα εμφάνισαν οριακή αύξηση μεταξύ του 2019 – 2022, παραμένοντας, ωστόσο, κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (8,5%, έναντι 9,5% στις άλλες χώρες).
Άμυνα και Δημόσια τάξη παρουσιάζουν συστηματική υπέρβαση
Οι γενικές δημόσιες υπηρεσίες υπερβαίνουν διαχρονικά τον μέσο όρο της ΕΕ, κάτι που οφείλεται κυρίως στους τόκους δημοσίου χρέους, οι οποίοι αποτελούν και το μεγαλύτερο μέρος της κατηγορίας.
Στην κατηγορία των οικονομικών υποθέσεων, η Ελλάδα βρίσκεται γενικά κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ με κάποιες απότομες διακυμάνσεις. Στα έτη 2012, 2013 και 2015 οι αυξήσεις οφείλονται στις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, ενώ στα έτη 2020 και 2021 στις έκτακτες δαπάνες για την πανδημία, όπως οι επιστρεπτέες προκαταβολές, που δεν ταξινομούνται στις δαπάνες υγείας.
Όπως φαίνεται στα διαγράμματα 4α και 4β οι δαπάνες και των δύο κατηγοριών ήταν διαχρονικά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, λιγότερο η Υγεία και περισσότερο η Εκπαίδευση.
Άμυνα και Δημόσια τάξη, είναι εκείνες όπου η Ελλάδα παρουσιάζει συστηματική υπέρβαση από τον μέσο όρο της ΕΕ. Στη μεν Αμυνα φαίνεται ότι η υπέρβαση είναι ιδιαίτερα μεγάλη (σχεδόν διπλάσια του μέσου όρου) και καλύπτει το σύνολο της περιόδου. Στη δε δημόσια τάξη η υπέρβαση εμφανίζεται μέσα στην περίοδο της κρίσης και διατηρείται από τότε. Φαίνεται πως καμία από τις δύο κατηγορίες δεν περιορίστηκε στη διάρκεια της κρίσης.
Η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική στις δύο κατηγορίες δαπανών που η Ελλάδα υστερεί συστηματικά, στην Υγεία και την Εκπαίδευση. Όπως φαίνεται στα διαγράμματα 4α και 4β οι δαπάνες και των δύο κατηγοριών ήταν διαχρονικά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, λιγότερο η Υγεία και περισσότερο η Εκπαίδευση. Οι δαπάνες για υγεία περιορίστηκαν σημαντικά στην περίοδο της κρίσης και άρχισαν να ανακάμπτουν μετά το 2015, παραμένοντας όμως κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Οι δαπάνες για εκπαίδευση μειώθηκαν σχετικά λιγότερο στην κρίση αλλά δεν ανέκαμψαν στη συνέχεια.
Κοινωνική προστασία: Δηλαδή…. σε συντάξεις και έκτακτα επιδόματα
Το μεγαλύτερο μέρος των κρατικών δαπανών στις χώρες του ευρώ αφορά την κοινωνική πολιτική όμως το μίγμα διαφέρει ανά χώρα. Στην Ελλάδα , από το σύνολο 57,4% του ΑΕΠ των κρατικών δαπανών, το 31,7% αφορά τις κοινωνικές δαπάνες, εκ των οποίων το 20,6% συντάξεις και επιδόματα.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας για το έτος 2021 ανήλθαν σε 48.600 εκατ. ευρώ παρουσιάζοντας αύξηση κατά 0,9% σε σχέση με το 2020. Το μεγαλύτερο ποσοστό των δαπανών αφορά σε δαπάνες για παροχές γήρατος, οι οποίες για το έτος 2021 αποτελούσαν το 52,2% των συνολικών δαπανών κοινωνικής προστασίας και παρουσίασαν μείωση 1,0% σε σχέση με το 2020.
Ακολουθούν, κατά φθίνουσα σειρά, οι δαπάνες για παροχές ασθένειας, οι οποίες για το έτος 2021 αποτελούσαν το 22,2% των συνολικών δαπανών, αυξημένες κατά 6,7% σε σχέση με το 2020 και οι δαπάνες για παροχές σε επιζώντες/χηρεία, οι οποίες αποτελούσαν το 9,9%, αυξημένες κατά 3,8% σε σχέση με το 2020.
Όπως επίσης τονίζει το Ινστιτούτο ΈΝΑ, οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα υπερβαίνουν τον μέσο όρο της Ε.Ε. στις Γενικές δημόσιες υπηρεσίες (κυρίως διοικητικές υπηρεσίες και δημόσιο χρέος), στις Οικονομικές υποθέσεις (όπως η ενέργεια και οι μεταφορές), στην Άμυνα, τη Δημόσια τάξη, την Περιβαλλοντική προστασία (όπως απορρίμματα) και – οριακά – στην Κοινωνική προστασία (συντάξεις και επιδόματα).
Χαμηλά σε δαπάνες για ύδρευση και στεγαστική πολιτική
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα υστερεί στις δαπάνες για Οικιστική μέριμνα (όπως ύδρευση και στεγαστική πολιτική), Αναψυχή και πολιτισμό (όπως αθλητισμός και ραδιοτηλεόραση), Υγεία και Εκπαίδευση.
Διακρίνεται και η διαχρονική εξέλιξη των παραπάνω κατηγοριών από το 1995 ώστε να διαπιστώσουμε την επίδραση της οικονομικής κρίσης της περιόδου 2010-18 στην κατανομή των δημόσιων δαπανών της Ελλάδας, πάντα σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ. Πρέπει, σύμφωνα με το ΕΝΑ, φυσικά, να ληφθεί υπόψη η μεγάλη μείωση του ΑΕΠ που σημειώθηκε στην παραπάνω περίοδο, κάτι που σημαίνει πως η μεταβολή του ποσοστού μιας κατηγορίας δεν σημαίνει απαραίτητα και μεταβολή της σε απόλυτα μεγέθη αλλά ταχύτερη ή βραδύτερη μεταβολή σε σχέση με τη μεταβολή του ΑΕΠ.
Πηγή: in.gr