Το 65% των επιχειρήσεων αναμένει αύξηση κερδοφορίας – Τι έδειξε η έρευνα της Grand Thornton
Νέες αυξήσεις τιμών ετοιμάζουν οι εγχώριες επιχειρήσεις για τους επόμενους 12 μήνες, προκειμένου είτε να αντιμετωπίσουν την άνοδο του κόστους παραγωγής , λόγω επίμονων πληθωριστικών πιέσεων, είτε να αποκαταστήσουν ή να διευρύνουν τα περιθώρια κέρδους τους. Την ίδια στιγμή, μόλις το 10% αναμένει μείωση κόστους και εξ αυτών μόλις οι μισοί προτίθενται να προχωρήσουν σε μείωση τιμών.
Τα παραπάνω προκύπτουν από την έρευνα της Grant Thornton «Greek Business Pulse», η οποία παρουσιάστηκε χθες.
Το 54% των επιχειρήσεων θεωρεί, ως μεγαλύτερο εμπόδιο για τις προοπτικές ανάπτυξης, τις επίμονες πληθωριστικές πιέσεις καθώς μειώνουν την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Άλλο ένα 36% θεωρεί αρκετά σημαντικό το θέμα. Εξαιτίας των προσδοκιών ανόδου στις τιμές πρώτων υλών, οι επιχειρήσεις αναμένουν αύξηση στο κόστος λειτουργίας τους.
Περίπου 6 στους 10 επιχειρηματίες, που συμμετείχαν στην έρευνα της Grant Thornton, περιμένουν αύξηση του κόστους παραγωγής, ενώ 2 στους 10 από αυτούς δηλώνουν ότι η αύξηση του κόστους θα υπερβεί το 10%.
Αποτυπώνεται ακόμη η αντίφαση -εκ πρώτης όψεως- πως μολονότι η πλειονότητα των επιχειρήσεων ανησυχεί για τις επιπτώσεις στην ανάπτυξή της από τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος καταναλωτών, θα προχωρήσει σε ανατιμήσεις μετακυλίοντας τις τελικές τιμές.
Σύμφωνα με την έρευνα, περίπου το 80% των επιχειρήσεων, που αναμένει αύξηση του κόστους παραγωγής, προτίθεται να ενσωματώσει την επιβάρυνση στις τελικές τιμές προϊόντων. Δηλαδή, προτίθεται να προχωρήσει σε διορθωτικές αυξήσεις τιμών, για να συντηρήσει τα περιθώρια κέρδους του.
Σε αυξήσεις τιμών, όμως, προτίθενται να προβεί και μέρος των επιχειρήσεων (περίπου 20%), που δεν αναμένει αύξηση στο κόστος παραγωγής. Πρόκειται για κίνηση που αποσκοπεί σε αποκατάσταση/διεύρυνση περιθωρίων κέρδους. Τέλος, υπάρχει ένα περίπου 10% των επιχειρήσεων, το οποίο αναμένει μείωση του κόστους παραγωγής. Εξ αυτών μόλις το 50% προτίθεται να μειώσει τιμές.
Συμπερασματικά, περίπου το 60% των εγχώριων επιχειρήσεων δηλώνει ότι θα προβεί, πιθανώς, σε αυξήσεις τιμών, ενώ μόνο 1 στις 10 ενδέχεται να προχωρήσει σε μείωση τιμών. Από αυτούς που θα επιβάλουν ανατιμήσεις, 2 στους 10 δηλώνουν ότι η αύξηση θα υπερβεί το 10%.
Δεν επενδύουν, δεν εξάγουν περισσότερο
Παρά την αισιοδοξία που δηλώνεται όσον αφορά την εξέλιξη των εσόδων και των κερδών τους, αλλά και τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία, οι έλληνες επιχειρηματίες εμφανίζονται λιγότερο αισιόδοξοι για αύξηση των εξαγωγών (54% έναντι 59% πέρσι αναμένει αύξηση εξαγωγών τους επόμενους 12 μήνες), αναβάλλουν νέες επενδύσεις και επικεντρώνονται στο εσωτερικό των επιχειρήσεων, επιδιώκοντας να μειώσουν κόστη και να βελτιώσουν την εσωτερική τους λειτουργία. Πρόκειται για ενδείξεις τάσης αποφυγής ρίσκου, η οποία τεκμηριώνεται και από άλλα στοιχεία, όπως η κατακόρυφη υποχώρηση φέτος του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης, σε σχέση με το 2022.
Η έρευνα καταγράφει υποχώρηση κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες (50% από 60%) της πρόθεσης χρήσης κινήτρων του αναπτυξιακού νόμου και υποχώρηση 5 ποσοστιαίων μονάδων (48% από 53%) στην πρόθεση χρήσης πόρων του ΤΑΑ.
Μόλις το 27% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι προτίθεται να προβεί σε νέες επενδύσεις σε κτήρια και γη (34% πέρσι), ενώ υποχώρηση καταγράφει και η πρόθεση αύξησης δαπανών για ψηφιακό μετασχηματισμό (53% από 61%). Επιβράδυνση καταγράφει (33% από 37%) η πρόθεση αύξησης των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη. Η ευρύτερη τάση αποφυγής ρίσκου αποτυπώνεται και στην υποχώρηση της πρόθεσης συγχώνευσης/εξαγορών/ στρατηγικών συνεργασιών (μόλις το 16% των συμμετεχόντων δηλώνει σχετική πρόθεση έναντι 26% πέρσι).
Αύξηση κερδών
Το 55% των επιχειρηματιών που συμμετείχαν στο δείγμα δήλωσε αισιόδοξο για την πορεία της οικονομίας τους επόμενους 12 μήνες και μόλις 19% απαισιόδοξο.
Μεγαλύτερη αισιοδοξία καταγράφεται και για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας αλλά η έρευνα του 2022 έγινε με νωπές τις επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής. Το 69% των επιχειρηματιών εμφανίζονται αισιόδοξοι ότι οι εταιρείες τους θα αυξήσουν τα έσοδα τους το επόμενο 12μηνο, ενώ το 65% αναμένει αύξηση κερδοφορίας.
Αυξήσεις μισθών
Όπως διαπιστώνουν οι συντάκτες της έρευνας, μετά από πολλά έτη όπου λόγω της οικονομικής κρίσης δεν υπήρχε πρόθεση για αύξηση των μισθών, πλέον η πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων αναγνωρίζει ότι θα πρέπει να προβεί σε αυξήσεις. Παρά την αύξηση των λοιπών βασικών στοιχείων κόστους των επιχειρήσεων, η επένδυση
στο ανθρώπινο δυναμικό πλέον είναι απαραίτητη και προσεγγίζει την τάση που υπάρχει και στις εκτός Ελλάδας ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.
Η αύξηση των μισθών θα αποτελέσει δικλείδα ασφαλείας για τη διατήρηση του ταλέντου και την ενδυνάμωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων σε σχέση με τις ευρωπαϊκές.
Το 54% των συμμετεχόντων προβλέπουν ότι αυτό θα συμβεί το επόμενο 12μηνο, έναντι 49% πέρσι.
Σημειώνεται ότι με βάση την έρευνα από το 2021 ως το πρώτο εξάμηνο του 2023 η Ελλάδα έκλεισε το μεγαλύτερο μέρος της «ψαλίδας», σε σχέση με την Ε.Ε., ως προς τους μισθούς.
Φαύλος κύκλος στασιμότητας
Η επιμονή των πληθωριστικών πιέσεων και η συνεχής μετακύληση του αυξημένου κόστους στους τελικούς καταναλωτές ενέχουν τον κίνδυνο να θέσουν οικονομία, επιχειρήσεις και καταναλωτές σε φαύλο κύκλο στασιμότητας, προειδοποιεί η έρευνα. Παράλληλα, το υψηλό κόστος χρήματος και οι όλο και συχνότερες γεωπολιτικές κρίσεις θέτουν επ’ αμφιβόλω τις προσδοκίες ανάπτυξης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της εξωστρέφειας, την αναβολή επενδυτικών σχεδίων και τη χαμηλή ιεράρχηση επένδυσης σε τομείς, όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η καινοτομία.
Το μεταβαλλόμενο και γεμάτο προκλήσεις οικονομικό πλαίσιο δεν θα πρέπει να αποτελέσει δικαιολογία για εσωστρέφεια και αδράνεια, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος της οπισθοδρόμησης και της εξάλειψης ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων που οι επιχειρήσεις κατόρθωσαν να επιτύχουν τα τελευταία έτη.
Αντιθέτως θα πρέπει να αποτελέσουν παράγοντες που καθιστούν ακόμα πιο επιτακτική την εκμετάλλευση των διαθέσιμων φθηνών χρηματοδοτικών εργαλείων, την επένδυση σε καινοτομία, τεχνολογία και βιώσιμη ανάπτυξη και τελικά την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων, επισημαίνεται.