Σοβαρή επιδείνωση της ψυχικής υγείας και της ευεξίας των εφήβων καταγράφεται τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας
Το 2022, μόνο δύο στους πέντε εφήβους στην Ελλάδα αναφέρουν «πολύ καλή υγεία» και μόλις ένας στους τρεις εφήβους αναφέρει υψηλά επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή. Τα ποσοστά και στους δύο δείκτες βαίνουν μειούμενα με την πάροδο των ετών: το 2006 το 60% των εφήβων στην Ελλάδα ανέφερε ότι έχει πολύ καλή υγεία, ποσοστό που σταδιακά έπεσε στο 50% το 2018 και στο 41,6% το 2022. Αντίστοιχα το 2006 το 44% των εφήβων δήλωνε ικανοποιημένο με τη ζωή, ποσοστό που πέρυσι είχε μειωθεί στο 32,3%. Σε σχεδόν όλες δε τις περιπτώσεις, η επιδείνωση των δεικτών ψυχικής υγείας παρουσιάζεται εντονότερη στα κορίτσια από ό,τι στα αγόρια.
Στο ίδιο πλαίσιο, αυξάνεται το ποσοστό των νέων που βιώνουν ψυχολογικά και σωματικά συμπτώματα με μεγάλη σχετικά συχνότητα (δύο ή περισσότερα συμπτώματα όπως νευρικότητα, ευερεθιστότητα, ακεφιά, δυσκολία στον ύπνο, πονοκέφαλο, πόνο στη μέση, τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα), και το οποίο πλέον φτάνει το 60% έναντι 44% που ήταν το 2018. Περισσότεροι από ένας στους έξι εφήβους (17,1%) αναφέρουν ότι νιώθουν μοναξιά. Αξιολογώντας τις απαντήσεις των εφήβων προέκυψε ότι το 6,2% είναι σε κίνδυνο για την εκδήλωση κατάθλιψης.
Η επιδείνωση των δεικτών συμβάδισε με τη δημοσιονομική κρίση που έπληξε τη χώρα μας, την οποία ακολούθησε η πανδημία. Για περίπου τα δύο τρίτα των εφήβων η περίοδος της πανδημίας και τα περιοριστικά μέτρα που τη συνόδευσαν είχαν είτε καμία επίπτωση, σύμφωνα με τις δηλώσεις τους, στην ψυχική τους υγεία (42%) είτε θετική επίδραση (22%). Ομως σε ποσοστό 36% δήλωσαν ότι η πανδημία τους επηρέασε αρνητικά.
Οι ειδικοί τονίζουν την ανάγκη να ληφθούν άμεσα δράσεις για την προστασία της ψυχικής υγείας των παιδιών και των εφήβων, καθώς όπως ανέφερε χθες ο διευθυντής του Ευρωπαϊκού Γραφείου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας Χανς Κλούγκε, εκτός από την πρόσφατη πανδημία, η κλιματική αλλαγή, η μετανάστευση και ο πόλεμος είναι καταστάσεις που μπορούν να αφήσουν αποτύπωμα στην ψυχική υγεία και στην ευεξία ειδικά στις νέες ηλικίες.
Ενας στους έξι νέους αναφέρει ότι νιώθει μοναξιά, ενώ το 6,2% είναι σε κίνδυνο για εκδήλωση κατάθλιψης, σύμφωνα με τα ευρήματα διακρατικής έρευνας για το 2022.
Την επισήμανση αυτή έκανε ο κ. Κλούγκε χαιρετίζοντας εκδήλωση κατά την οποία παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα διακρατικής έρευνας για το 2022 στο πλαίσιο προγράμματος για τις συμπεριφορές που συνδέονται με την υγεία των εφήβων (Health Behaviour in School-aged Children, HBSC), το οποίο τελεί υπό την αιγίδα του ΠΟΥ και στο οποίο λαμβάνουν μέρος 44 χώρες της Ευρώπης και της Κεντρικής Ασίας. Το εθνικό σκέλος της έρευνας διενεργήθηκε από το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας (ΕΠΙΨΥ) σε πανελλήνιο αντιπροσωπευτικό δείγμα 6.250 μαθητών της ΣΤ΄ Δημοτικού, της Β΄ Γυμνασίου και της Α΄ Λυκείου.
Συμπτώματα
Σύμφωνα με την έρευνα, δύο στους τρεις εφήβους στην Ελλάδα (66,4%) αναφέρουν ότι συνήθως νιώθουν χαρούμενοι. Οπως σημείωσε ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας του ΕΠΙΨΥ για το συγκεκριμένο πρόγραμμα, Τάσος Φωτίου, «αν και στην πλειονότητά τους οι έφηβοι μαθητές στην Ελλάδα έχουν καλή υγεία και ψυχική ευεξία, και είναι αισιόδοξοι για το μέλλον, ένα σημαντικό ποσοστό που ανέρχεται στο 14% χαρακτηρίζει την υγεία τους μέτρια ή κακή, το 17,1% βιώνει μοναξιά, και το 60% εκδηλώνει τουλάχιστον δύο ψυχολογικά ή σωματικά συμπτώματα, σε μεγάλη σχετικά συχνότητα, ποσοστό που είναι μάλιστα υψηλότερο σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών που συμμετείχαν στην έρευνα του ΠΟΥ (44%)». Πέρυσι, περισσότεροι από τους μισούς εφήβους στη χώρα μας αισθάνονταν συχνά νευρικότητα (52,5%) και ευερεθιστότητα (50,8%), ένας στους τρεις (35,4%) είναι συχνά «στα κάτω τους» που είναι ενδεικτικό θλίψης, ενώ και σε ποσοστό 29,5% είχαν δυσκολία στον ύπνο. Ενας στους τέσσερις (25,3%) έχει συχνά πονοκεφάλους και σε ίδια αναλογία (24,3%) πόνους στη μέση που είναι ενδεικτικό απουσίας άσκησης και αδράνειας.
Οπως και σε όλες τις χώρες που συμμετείχαν στη μελέτη, και στην Ελλάδα οι δείκτες ψυχικής υγείας και ευεξίας επιδεινώνονται με την αύξηση της ηλικίας, με τη μεγαλύτερη δυσμενή μεταβολή να καταγράφεται μεταξύ των ηλικιών 11 και 13 ετών. Τα κορίτσια φαίνεται ότι έχουν χειρότερους δείκτες ψυχικής υγείας και ευεξίας σε σχέση με τα αγόρια, ενώ ειδικά στην Ελλάδα η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων είναι εντονότερη. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα αγόρια αναφέρουν σε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό υψηλή ικανοποίηση από τη ζωή (37,4%) και πολύ καλή υγεία (48%) συγκριτικά με τα κορίτσια (27,8% και 35,8% αντίστοιχα). Λιγότερα αγόρια δηλώνουν ότι έχουν συχνά ψυχοσωματικά συμπτώματα (47,2%) σε σχέση με τα κορίτσια (70,5%), ενώ το ποσοστό των κοριτσιών που απάντησαν ότι νιώθουν μοναξιά είναι υπερδιπλάσιο από τα αγόρια (22,8% έναντι 10,7%).
Εκτός από το φύλο, παράγοντες που επηρεάζουν το επίπεδο της ψυχοκοινωνικής υγείας των παιδιών είναι η υποστήριξη από το περιβάλλον, η σωματική δραστηριότητα αλλά και ο βαθμός χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ειδικότερα, οι έφηβοι που νιώθουν υποστήριξη από την οικογένεια, τους φίλους και τους εκπαιδευτικούς καθώς και εκείνοι που έχουν συχνά φυσική δραστηριότητα, αναφέρουν σε υψηλότερο ποσοστό από τους υπόλοιπους συνομηλίκους τους υψηλή ικανοποίηση από τη ζωή και σε χαμηλότερο ποσοστό εκδήλωση ψυχολογικών και σωματικών συμπτωμάτων. Το αντίθετο ισχύει για όσους εφήβους υφίστανται εκφοβισμό και κάνουν προβληματική χρήση μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα, η ομότιμη καθηγήτρια Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ και επιστημονικά υπεύθυνη της έρευνας στην Ελλάδα Αννα Κοκκέβη, σημείωσε ότι «τα στοιχεία αυτά δεν είναι απλώς αριθμοί. Απηχούν, ασφαλώς, μεταβολές στα βιώματα και στον ψυχισμό των εφήβων, αλλά δείχνουν και τον κρίσιμο ρόλο που η οικογένεια, το σχολείο και γενικότερα η κοινωνία μας παίζει στην εμφάνιση και την επικράτησή τους. Η επιδείνωση των δεικτών πρέπει να μας κινητοποιήσει προς το να κατανοήσουμε βαθύτερα την ψυχική υγεία των εφήβων, ιδιαίτερα των κοριτσιών, και τους παράγοντες που την επηρεάζουν, και να δράσουμε ταχύτερα προκειμένου να τους/τις υποστηρίξουμε αποτελεσματικότερα».
Πρόληψη
Ο κ. Φωτίου επισημαίνει ότι «τα ευρήματα της έρευνας δεν μας δίνουν μόνο τη δυνατότητα να διαπιστώσουμε την κατάσταση στη χώρα μας και να τη συγκρίνουμε με εκείνη των άλλων χωρών.
Μας δίνουν επιπλέον την αφορμή να δουλέψουμε μαζί με τους/τις ειδικούς στον χώρο της πρόληψης και της προαγωγής της εφηβικής υγείας για τον σχεδιασμό παρεμβάσεων για το σχολείο, την οικογένεια και την κοινότητα που τεκμηριωμένα μπορούν να ανατρέψουν τη διαφαινόμενη τάση επιδείνωσης και να ενισχύσουν την ευεξία του πολύ σημαντικού αυτού πληθυσμού».
Πηγή: kathimerini.gr