Μέσα σε 45 χρόνια το ποσοστό των νέων της χώρας μας που δεν διαθέτουν δικό τους σπίτι ουσιαστικά εκτινάχθηκε, όταν την ίδια στιγμή το κόστος στέγασης αυξάνεται ραγδαία και 770.000 κατοικίες παραμένουν κενές.
Ακόμη και οι 10.000 νέοι 25-39 ετών, οι οποίοι μέσω του νέου προγράμματος «Σπίτι μου», μπορούν να αποκτήσουν πρώτη κατοικία με χαμηλότοκο δάνειο, φαίνεται ότι δύσκολα θα τα καταφέρουν, καθώς τα σπίτια που πληρούν τις προϋποθέσεις της δράσης και ταυτόχρονα καλύπτουν τις στεγαστικές τους ανάγκες είναι ελάχιστα σε Αττική, Θεσσαλονίκη και περιοχές που θεωρούνται τουριστικές.
Με βάση τα στοιχεία που παρουσίασε ο κος Θεόδωρος Μητράκος, πρώην υποδιοικητής της ΤτΕ κατά τις εργασίες του 16ου RED Meeting Point, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης των νέων ηλικίας 25 – 34 ετών το μακρινό 1974 ήταν 49,9%. Από τότε άρχισε σταδιακά να μειώνεται ώσπου 45 χρόνια μετά, το 2019, διαμορφωνόταν στο 30%.
Σύμφωνα με τον κο Μητράκο υποχώρηση καταγράφει και το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στα νοικοκυριά των μεσαίων εισοδημάτων.
Το χρονικό διάστημα από το 2005 έως το 2021, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη χώρα μας υποχώρησε από το 84,6% στο 73,3%, χάνοντας 11,3 ποσοστιαίες μονάδες σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Στο απόγειό της, το 2005, η ιδιοκατοίκηση είχε φθάσει στο 84,6% του πληθυσμού.
Παρ’ όλα αυτά, το 3/4 του πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών εξακολουθεί να βρίσκεται στην αγορά κατοικιών.
Ωστόσο, αυτός ο πλούτος τις περισσότερες φορές δεν… λάμπει, αφού πρόκειται για ακίνητα χαμηλής ενεργειακής κλάσης και απαρχαιωμένα.
Είναι χαρακτηριστικό πως το 95% των κατοικιών είναι άνω των 15 ετών και το 85% άνω των 20 ετών.
Γιατί δεν βρίσκουν σπίτια οι νέοι;
Εάν λοιπόν υπάρχουν τόσα πολλά παλιά σπίτια γιατί οι νέοι δεν βρίσκουν το κατάλληλο ακίνητο προκειμένου να λάβουν χαμηλότοκο δάνειο μέσω του προγράμματος «Σπίτι μου» θα αναρωτηθεί κάποιος.
Υπενθυμίζεται ότι το πρόγραμμα αφορά ακίνητα αξίας έως 200.000 ευρώ, ηλικίας τουλάχιστον 15 ετών (δηλαδή έχουν κατασκευαστεί πριν από το 2007) και επιφανείας έως 150 τ.μ.
Επειδή οι τιμές στην αγορά των κατοικιών έχουν απογειωθεί τα τελευταία χρόνια είναι απάντηση, όταν ταυτόχρονα το απόθεμα των σπιτιών που βρίσκονται σε σχετικά καλή κατάσταση συνεχώς μειώνεται ύστερα από μια 15ετία ουσιαστικά «παγωμένης» οικοδομικής δραστηριότητας.
Σημειώνεται ότι οι επενδύσεις στον τομέα της κατοικίας έφθασαν στο 1,7% του ΑΕΠ το 2022 (3,2 δισ. ευρώ), αυξανόμενες σταθερά από το 2016 και μετά, ωστόσο ο ρυθμός ανόδου εξακολουθεί να είναι χαμηλός, καθώς ακόμη δεν έχει «πιαστεί» ούτε καν το επίπεδο του 2013, στην καρδιά της οικονομικής κρίσης.
Επίσης, οι νέοι πολλές φορές «χάνουν» στον ανταγωνισμό με άλλους οικονομικά ισχυρότερους υποψήφιους αγοραστές, όπως αυτοί που διεκδικούν «χρυσή βίζα» ή αναζητούν ακίνητο για επενδυτικούς σκοπούς, προκειμένου να το εκμεταλλευτούν μέσω των ψηφιακών πλατφορμών βραχυχρόνιων μισθώσεων.
Τα σπίτια δεν φτάνουν
Σύμφωνα με τον Σύλλογο Μεσιτών Αστικών Συμβάσεων Αθηνών – Αττικής από τα 45.000 διαθέσιμα ακίνητα μόνο το 32% πληροί τις προϋποθέσεις του προγράμματος.
Τα διαθέσιμα προς πώληση σπίτια εμβαδού 75-150 τ.μ. και αξίας έως 200.000 ευρώ αποτελούν το 60% του συνόλου στο κέντρο, 74% στα δυτικά προάστια, 59% στον Πειραιά, 19% στα νότια, 5% στα βόρεια και 38% στα ανατολικά προάστια.
Αυτή τη στιγμή, οι αιτήσεις από νέους ηλικίας από 25 ετών έως 39 ετών για αγορά πρώτης κατοικίας έχουν φτάσει τις 20.000, αλλά δεν υπάρχει αντίστοιχος αριθμός ακινήτων που να πληροί τις προϋποθέσεις. Μόλις ο ένας στους δέκα όσων έχουν κάνει αίτηση για φθηνό στεγαστικό δάνειο για το πρόγραμμα «Σπίτι μου» έχει βρει ακίνητο για να αγοράσει.
Την ίδια ώρα, το κόστος στέγασης στην Ελλάδα συνεχίζει να αυξάνεται ραγδαία από το 2019 και μέχρι σήμερα, ακολουθώντας αντίθετη πορεία συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της ζώνης του ευρώ όπου σημειώθηκε επιδείνωση κατά την περίοδο 2015-2021, ενώ βελτιώθηκε το 2022.
Πηγή: ΟΤ