Joshua Barley. Ελληνιστής ετών 32. Άγγλος ιρλανδικής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα του, αυστριακής από την πλευρά της μητέρας του. Ο παππούς πολύγλωσσος, κοσμοπολίτης, με θητεία στην Αιθιοπία ως μέλος του Βρετανικού Συμβουλίου. Ο ίδιος -απόφοιτος του Τμήματος της Ελληνικής Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης- αγαπά περισσότερο τη σύγχρονη ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία από τα αρχαία ελληνικά.
Επέλεξε να ζήσει στην Ελλάδα από τα 22 του χρόνια. Τον χειμώνα στην Αθήνα και στα Πετράλωνα, το καλοκαίρι στα βουνά της Ηπείρου και στο Ζαγόρι. Βρέθηκε στους ορεινούς όγκους της Ηπείρου αναζητώντας τον βηματισμό του Λόρδου Μπάιρον. Λονδίνο, Ιταλία, Ηγουμενίτσα, Ζαγοροχώρια. Σταματάει στον φούρνο του χωριού της Ζίτσας για μια τυρόπιτα, ένα ποτήρι νερό και καταλήγει να φιλοξενείται μια βδομάδα εκεί από τους ντόπιους Ηπειρώτες. Γοητεύεται, εντυπωσιάζεται, τρελαίνεται -όπως μας λέει- από τους ανθρώπους, τα τραγούδια τους, τη μαγεία της φύσης. Το Ζαγόρι είναι το καταφύγιό του πλέον, αλλά μόνο τα καλοκαίρια, γιατί δεν έχει θέρμανση το σπίτι. Εκεί, στην ηρεμία του τοπίου, γράφει, μεταφράζει ελληνική λογοτεχνία, ποίηση, ελληνικά δημοτικά τραγούδια, περιπλανιέται στα πανηγύρια της περιοχής μαζεύοντας τραγούδια και μουσικές, ενώ τα βράδια επισκέπτεται ένα διπλανό χωριό όπου ζουν Ρομά μουσικοί και το κλαρίνο τους συντροφεύει μέχρι τα χαράματα σε σπίτια ή στο καφενείο.
Συνεργάζεται με ένα ταξιδιωτικό γραφείο στο Λονδίνο και έτσι ξεναγεί Άγγλους στην Ήπειρο, συστήνοντας τους Ηπειρώτες λογοτέχνες, ποιητές και μουσικούς. Πεζοπορώντας στα βουνά της Ηπείρου, διασχίζοντας τα ποτάμια, απαγγέλλει ποιήματα του Μιχάλη Γκανά, διαβάζει αποσπάσματα από τα διηγήματα του Σωτήρη Δημητρίου καθώς τους έχει μεταφράσει στα αγγλικά. Επίσης απαγγέλλει ελληνικά δημοτικά τραγούδια τα οποία από την Αιώρα εκδόθηκαν στα αγγλικά, ενώ οι Άγγλοι ταξιδιώτες ακούνε κλαρίνα και τραγούδια από Ηπειρώτες μουσικούς.
Στην Αθήνα, την οποία θεωρεί ανθρώπινη πόλη που διευκολύνει την ανθρώπινη επαφή -σε αντίθεση με το Λονδίνο-, παρακολουθεί κινηματογράφο, θέατρο, συναυλίες, παρουσιάσεις βιβλίων και όλη τη σύγχρονη λογοτεχνική ελληνική εκδοτική δραστηριότητα. Οι φίλοι του είναι Έλληνες λογοτέχνες, άνθρωποι που αγαπούν το βιβλίο: ο Γιάννης Δούκας, ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, ο Χρήστος Οικονόμου, ο Παντελής Μπουκάλας, ο Μιχάλης Γκανάς. Επίσης, συνομήλικοί του Άγγλοι δημοσιογράφοι ανταποκριτές στην Τουρκία, στην Αίγυπτο και στον Λίβανο, που λόγω της επισφάλειας στις χώρες αυτές επέλεξαν να ζουν στην Αθήνα.
Το στέκι του, όπου και συναντηθήκαμε για τη συνέντευξη, είναι το οινομαγειρείο της πλατείας Μερκούρη στα Πετράλωνα. Συζήτηση με τσίπουρο και γαύρο μαριναρισμένο. Τον χαιρετούν πολλοί γιατί τον γνωρίζουν. Το παιδί με το όμορφο χαμόγελο, μου λένε. Μου τον σύστησε ο Παντελής Μπουκάλας στην προβολή του ντοκιμαντέρ «Το γελαστό παιδί». Τους δένει η αγάπη για τα δημοτικά τραγούδια και τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας. Ο Τζόσουα μόλις είχε επιστρέψει από την Αμερική, όπου παρουσίασε τη δίγλωσση έκδοση (ελληνικά και αγγλικά) 160 δημοτικών τραγουδιών και ήταν ενθουσιασμένος. Ο Π. Μπουκάλας του μιλούσε για ένα τριήμερο πανηγύρι στο Μεσολόγγι που δεν γνώριζε και ήθελε να το επισκεφθεί αρχές καλοκαιριού.
«Με συνεπήραν οι μύθοι»
Να τι μας είπε για τη ζωή του: «Μεγάλωσα παιδί με τους μύθους του Αισώπου, τον Ίκαρο και τον Μινώταυρο που μου διάβαζε η μητέρα μου στα αγγλικά για να κοιμηθώ. Μου μετέδωσε την αγάπη της για τη λογοτεχνία, καθώς δούλευε η ίδια ως επιμελήτρια σε εκδόσεις του Cambridge. Με τον πατέρα μου γνωρίστηκαν το 1985 σε έκθεση βιβλίου στη Φραγκφούρτη… Όταν ήμουν 12 ετών, στο σχολείο, επέλεξα μαζί με άλλους δύο συμμαθητές μου το μάθημα των Καλλιτεχνικών όπου μάθαινα με παζλ τους ελληνικούς μύθους του Ηρακλή. Η φαντασία μου έτρεχε, με συνεπήραν οι μύθοι. Όλη η οικογένεια είχε έρωτα με τις γλώσσες. Η μητέρα μου έλεγε πως τα αρχαία ελληνικά είναι η βάση όλων των γλωσσών. Στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης έμαθα τον Όμηρο, όλες τις αρχαίες τραγωδίες, λατινικά, φιλοσοφία και νεοελληνική φιλολογία. Όμως το περιεχόμενο του Ομήρου το κατανοώ τώρα καλύτερα που γνωρίζω τη νεοελληνική γλώσσα. Τότε με συνέπαιρναν οι δυνατές εικόνες, οι παρομοιώσεις. Όμως αισθάνθηκα την ανάγκη να μάθω σύγχρονα ελληνικά όταν βρέθηκα στην Αθήνα για ένα σεμινάριο της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής και επισκεφθήκαμε τη Νεμέα, το Ναύπλιο, τις Μυκήνες, την Επίδαυρο, τους Δελφούς, τη Σπάρτη. Ο Ταΰγετος με γοήτευσε. Το βιβλίο “Μάνη” του Πατρίκ Λι Φέρμορ ήταν ένα ταξίδι στην Ιστορία της Ελλάδας που με γέμισε παράπονο γιατί δεν ήξερα να μιλώ ελληνικά. Έτσι επέλεξα ως μάθημα επιλογής, όταν επέστρεψα στην Οξφόρδη, την ποίηση του Καβάφη και του Σεφέρη. Μαγεύτηκα, βρέθηκα σε άλλους κόσμους με τη βοήθεια και του Έλληνα καθηγητή μου, του Δημήτρη Παπανικολάου, ο οποίος μου έδωσε να ακούσω Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Σαββόπουλο από την πρώτη μέρα που μπήκα στο γραφείο του. Ήμασταν μόνο τρεις φοιτητές στο μάθημα αυτό. Ταυτίστηκα με τον “χαμένο παράδεισο” του Σεφέρη, μου μίλησε στην ψυχή ο Καβάφης. Τότε αποφάσισα πως θέλω να ζήσω στην Ελλάδα, να γνωρίσω την Ελλάδα, τη σύγχρονη κουλτούρα της. Κερδίζω υποτροφία από την Ακαδημία Αθηνών, με επικεφαλής τότε τον Θανάση Βαλτινό, παρακολουθώ σεμινάρια ελληνικής λογοτεχνίας, πηγαίνω καθημερινά στο διδασκαλείο για να μάθω τη γλώσσα και μεταφράζω το πρώτο μου βιβλίο για το Μουσείο Μπενάκη. Μένω στην Ελλάδα δύο χρόνια, διαβάζω την ποίηση του Μιχάλη Γκανά και λέω πως έτσι θέλω κι εγώ να γράφω. Όταν επιστρέφω στην Αγγλία, μελετώ Ρίτσο, Ελύτη, Σικελιανό, Παλαμά, Σολωμό, βυζαντινή Ιστορία και η διδακτορική μου διατριβή είναι οι “Ηπειρώτες λογοτέχνες: Κρυστάλλης, Γκανάς, Δημητρίου”».
Στα βήματα του Μπάιρον και από εκεί στην Κρήτη
«Αναζητώντας τα βήματα του Μπάιρον βρέθηκα στη Ζίτσα, όπου με μάγεψαν οι άνθρωποι, η φύση, η μουσική, τα κλαρίνα. Όταν ανθολόγησα και μετέφρασα τον Μιχάλη Γκανά, “κλείδωσε” η παραμονή μου και στο Ζαγόρι. Δεν αισθάνομαι απομονωμένος εκεί. Αντίθετα, και το ενδιαφέρον των Άγγλων που ξεναγώ είναι μεγάλο για την Ελλάδα. Η ενασχόλησή μου με τα δημοτικά είναι κάτι συγκλονιστικό. Στην Αγγλία ασχολούνται με το δημοτικό τραγούδι μόνο οι “ψαγμένοι”. Στην Ελλάδα είναι ενταγμένο στην καθημερινότητά σας. Αναζητώ δημοτικά τραγούδια όχι στα πανηγύρια, αλλά μέσα από τη λογοτεχνία. Βρέθηκα στο Γουδέτσι, δίπλα στον Ρος Ντέιλι. Επισκέφθηκα χωριά της Κρήτης και άκουσα τις μουσικές και τα τραγούδια τους. Ακούω τα μοιρολόγια και επιμένω πως η γλώσσα της δημοτικής ποίησης είναι σύνθετη μα και άμεση. Με ξετρελαίνει ο στίχος “…να με ρωτήσεις να σου πω τι κάνει ο κάτου κόσμος, που οι άσπροι μαύροι γένουνται κι οι ροδικοί χλομιάζουν, κι εκείνοι οι μορφοσούσουμοι αλλαξομουσουδιάζουν», αυτές οι συνθέτες λέξεις. Τώρα μεταφράζω μια ανθολογία διηγημάτων για την Αθήνα μαθαίνοντας ταυτόχρονα την τέχνη του διηγήματος αλλά και την πόλη της Αθήνας. Το όνειρό μου; Να παραμείνω στην Ελλάδα, να συνεχίζω να μεταφράζω τους Έλληνες λογοτέχνες και ποιητές και κάποια στιγμή να γράψω και εγώ λογοτεχνία στα ελληνικά» λέει ο νεαρός με το ωραίο χαμόγελο. Με την ευχή μας, Τζόσουα. Είμαστε σίγουροι ότι θα τα καταφέρεις. Αποχαιρετιστήκαμε και ο Τζόσουα έφυγε γιατί είχε ραντεβού με τον ελληνιστή Αμερικάνο King,ο οποίος ασχολήθηκε με τα μοιρολόγια και τα τραγούδια της Ηπείρου και ήταν στην Αθήνα για μια παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής.
Ο μεταφραστικός δρόμος της αγάπης
Τα μισά απ’ όσα γνωρίζουμε για τα πράγματα και τα γράμματα της αρχαίας Ελλάδας, δεν θα πάψω να το λέω, τα χρωστάμε σε ξένους μελετητές των καιρών εκείνων. Το ίδιο ισχύει και για τη γνώση μας περί του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού. Ξένοι πρωτοκαταπιάστηκαν μαζί του και ξένοι εγκαινίασαν την έκδοση και τον σχολιασμό του (με πρώτο και καλύτερο τον Γάλλο Κλοντ Φοριέλ, πηγή για πολλούς επόμενους). Τότε ακόμα οι Έλληνες λόγιοι το ελεεινολογούσαν ή αδιαφορούσαν παγερά για τη θερμότατη ύπαρξη και λειτουργία του επί αιώνες· δεινούς για τον ελληνισμό αιώνες. Ευτυχώς, υπήρξε ο Σολωμός.
Το δεύτερο που ισχυρίζομαι είναι ότι τον δρόμο προς τη σπουδή και τη μετάφραση της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ανώνυμης και προσωπικής, τραγουδισμένης και μη, τον ανοίγει η αγάπη. Όχι η αγορά. Περιφερειακή γλώσσα η ελληνική, «ασθενής», γητεύει όποιους γητεύει με την καθαυτό αξία της, αλλά και με τον τόπο όπου κατεξοχήν μιλιέται. Όχι με την προσδοκία πλανητικών μπεστ σέλερ.
Τον Τζόσουα Μπάρλι τον γνώρισα τέσσερα χρόνια πριν, Απρίλη του 2019. Στην Ελληνοαμερικανική Ένωση. Είχε έρθει να παρακολουθήσει μια εκδήλωση για το δημοτικό τραγούδι, ενταγμένη στην ωραία σειρά με τον τίτλο «Με τα λόγια γίνεται». Μας σύστησε ο Παναγιώτης Ιωαννίδης, ψυχή της σειράς αυτής. «Ο Τζόσουα μεταφράζει δημοτικά» μου είχε πει τότε ο Παναγιώτης κι εγώ χάρηκα χαρά μεγάλη. Και για τη μεταφραστική επιλογή, και για το νεαρότατο της ηλικίας του μεταφραστή, η οποία υποδήλωνε ότι ο δρόμος που τον έβγαλε στη λαϊκή μας ποίηση ήταν ο δρόμος της αγάπης. «Φυσικά και να βοηθήσω όσο μπορώ» δεσμεύτηκα ενθουσιασμένος.
Μιλήσαμε πολλές φορές έκτοτε με τον Τζόσουα, Ζαγοριανό πλέον, αφού λάτρεψε κι αυτός την Ήπειρο, όπως και ο Κρίστοφερ Κινγκ, ο Αμερικανός «αιχμάλωτος» των ηπειρώτικων τραγουδιών και πανηγυριών. Γερές οι λονδρέζικες ελληνογνωστικές σπουδές του και συγκινητικότατα πρόδηλο το πάθος του για τη σπουδαία δουλειά που ανέθεσε στον εαυτό του: να μεταφράσει στα αγγλικά μια καλή σοδειά δημοτικών. Να τους προσφέρει τη δυνατότητα να ξανακουστούν στην αγγλική γλώσσα πολλά πολλά χρόνια μετά την πρώτη απόδοσή τους, στα χρόνια της Επανάστασης ακόμα, από τον Τσαρλς Μπρίνσλεϊ Σέρινταν, ή τη δεύτερη και τελευταία, το 1888, από τη Λούσι Γκάρνετ.
Τότε, στα 1824-1825, η έκδοση των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών από τον Φοριέλ, στο Παρίσι, λειτούργησε σαν ηθικοπολιτική προτροπή για τον Γκαίτε και τον Βίλχελμ Μίλερ στη Γερμανία, που μετέφρασαν στη γλώσσα τους κλέφτικα αντλημένα από το γαλλικό βιβλίο, και για τον Σέρινταν στην Αγγλία. Ο Σέρινταν έκλεινε την έκδοσή του, το 1825, ρητά στρατευμένη υπέρ του Αγώνα, με τη μετάφραση του σολωμικού «Ύμνου εις την Ελευθερίαν». Καθόλου ικανοποιημένος δεν είχε μείνει ο Σολωμός από τη μετάφραση αυτή. Όσο για την απόδοση των δημοτικών, παραήταν ελεύθερη. Για παράδειγμα, στους 13 στίχους του τραγουδιού «Του Κίτσου η μάνα» ο Σέρινταν αντιπαραθέτει έξι τετράστιχες στροφές, τους δε 23 στίχους του τραγουδιού «Θάνατος του Γεωργάκη και Φαρμάκη» τους μεταφέρει με 20 τετράστιχες στροφές. Δεν είναι βέβαια στους αριθμούς το κύριο πρόβλημα.
Ανθολογώντας και μεταφράζοντας περί τα εξήντα τραγούδια, ιστορικά, κλέφτικα, της ξενιτιάς, της αγάπης, μοιρολόγια και τραγούδια του Χάρου, ο Τζόσουα Μπάρλι ξανασυστήνει στον Άγγλο αναγνώστη την ελληνική δημοτική ποίηση με γνώση, αποτυπωμένη και στην εισαγωγή του, και πνεύμα διακονίας. Η δουλειά του, στην όμορφη έκδοση της Αιώρας, είναι μια ουσιαστική συμβολή στον εορτασμό των δύο αιώνων από την Επανάσταση.
Πηγή: avgi.gr