Ηταν νύχτα στη Μελβούρνη όταν η Μαρία άνοιξε το TikTok για να χαζέψει πριν από τον ύπνο. Από διαίσθηση περισσότερο, ένα ένστικτο που αναπτύσσουν οι μάνες (γονιός γίνεσαι και των γονιών σου σε κάποια φάση), έβαλε ένα όνομα στο κουτί αναζήτησης.
Εψαξε, έψαξε, βρήκε το προφίλ της στην πλατφόρμα. Ηταν απίστευτο, ήταν αυτή, η γυναίκα που τα τελευταία δύο χρόνια φρόντιζε τους γονείς της στο σπίτι στην Αθήνα. Την είχε βρει η Μαρία από ένα εξειδικευμένο γραφείο, καλή της είχε φανεί, συμπαθητική, άνθρωπος που δεν φοβόταν τη δουλειά.
Σταδιακά όμως είχε αρχίσει να αισθάνεται ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Λίγο που δεν άφηνε τους γονείς της μόνους να μιλήσουν στην κόρη τους στο Skype, λίγο κάτι μισόλογα από τους γείτονες, είχε αποφασίσει να επιστρέψει το συντομότερο για να ελέγξει την κατάσταση από κοντά. Και τότε τη βρήκε στο TikTok. Στο τελευταίο βιντεάκι της χόρευε κρατώντας ένα μάτσο χαρτονομίσματα. Στο προτελευταίο καμάρωνε για ένα δαχτυλίδι: ήταν η βέρα της μητέρας της Μαρίας!
Η Νταλίνα μπήκε στη ζωή τους κατόπιν σύστασης του νευρολόγου. «Η μητέρα μου είχε μόλις διαγνωστεί με Αλτσχάιμερ και ο γιατρός μάς πρότεινε να βρούμε μια κοπέλα να έρχεται να βοηθά καθημερινά στο σπίτι και να της κάνει ασκήσεις για να την κρατάει ενεργή», λέει η Μαρία στην «Κ» (τα πλήρη στοιχεία της είναι στη διάθεση της εφημερίδας). Μάλιστα, τους παρέπεμψε σε ένα γραφείο με φροντιστές. Η Νταλίνα ήταν η δεύτερη που έστειλαν. Μια όμορφη κοπέλα, ούτε 30 ετών, αλβανικής καταγωγής. Είχε έρθει 12 χρόνων στην Ελλάδα και για χρόνια εργαζόταν στα χωράφια. Είχε ένα γιο στην εφηβεία που ασχολούνταν με το μποξ και έναν άνδρα που δήλωνε οδηγός. Οχι ότι έβγαλε ποτέ άκρη ή κατάλαβε τι ακριβώς συμβαίνει, αλλά η Μαρία στοιχηματίζει ότι άλλη ήταν η δουλειά του. «Οπως κάποιοι έχουν γυναίκες στα μπαρ, άλλοι έχουν γυναίκες στους παππούδες. Είναι το ίδιο προσοδοφόρο».
Η λεηλασία – «Πριν πήγαιναν στον φούρνο για ψωμί, είχαν φίλους. Τους βρήκα αφρόντιστους, κατατονικούς, φοβισμένους και το σπίτι σχεδόν λεηλατημένο. Ελειπαν πράγματα, ακόμη και τα παπλώματα δεν έβρισκα», λέει για τους γονείς της η Μαρία.
Η «μεθοδολογία»
Υπάρχει συγκεκριμένη μεθοδολογία. «Εμείς ήμασταν ιδανικός στόχος, αφού λείπαμε στο εξωτερικό. Εμαθα όμως ότι και σε άλλους το ίδιο έκαναν. Το πρώτο πράγμα που θέλουν είναι να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του ηλικιωμένου. “Εγώ είμαι εδώ για σένα”. Κατόπιν δημιουργούν σχέση εξάρτησης. Η Νταλίνα είπε κάποια στιγμή στον πατέρα μου “γιατί να με πληρώνεις μέσω γραφείου και όχι απευθείας να κάθομαι και περισσότερο;”. Μετά σιγά σιγά αυξάνουν τις ώρες που μένουν στο σπίτι και απομονώνουν τους ηλικιωμένους. Σταματούν να δέχονται επισκέψεις, δήθεν για να μην κολλήσει κάτι ο παππούς ή η γιαγιά». Οπως η Μαρία έμαθε αργότερα, η Νταλίνα έλεγε στους συγγενείς και στους γείτονες που προσπαθούσαν να δουν τους γονείς της ότι ήταν εντολή δική τους να μην έχουν επαφή.
Ο πατέρας της άρχισε να της δίνει την κάρτα του για να βγάζει χρήματα, γιατί του έλεγε «δεν χρειάζεται να κουράζεσαι εσύ». Οταν η Μαρία έπαιρνε τηλέφωνο, εννέα στις δέκα φορές οι γονείς της κοιμούνταν και όταν τους έβρισκε, έβλεπε στη βιντεοκλήση πάντα την Νταλίνα δίπλα τους. Στη συνέχεια άρχισαν να εξαφανίζονται πράγματα. «”Η μαμά σου μου χάρισε τις πορσελάνινες κούπες”, μου είπε μια μέρα. Τι θα μπορούσα να πω; Πώς να το αμφισβητήσω;». Λίγες μέρες μετά, είδε τα βίντεο στο TikΤok και έκλεισε εισιτήρια για Αθήνα.
Είχε περάσει ένας χρόνος από το τελευταίο ταξίδι και η αλλαγή τους ήταν σοκαριστική. «Πριν πήγαιναν στον φούρνο για ψωμί, είχαν φίλους. Τους βρήκα αφρόντιστους, κατατονικούς, φοβισμένους και το σπίτι σχεδόν λεηλατημένο. Ελειπαν πράγματα από τα ντουλάπια, ακόμη και τα παπλώματα δεν έβρισκα». Οταν ρώτησε για τη βέρα της μητέρας της, της οποίας η άνοια είχε βαθύνει, η Νταλίνα είπε ότι της τη χάρισε.
Η Μαρία μίλησε με τη γειτονιά, της αποκάλυψαν ότι προσπαθούν καιρό να τους δουν και δεν μπορούν. Αποφάσισε να μην τους αφήσει άλλο εκεί και άρχισε να δρομολογεί μια άλλη λύση, ίσως μια μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων; «Λίγες ημέρες μετά, ο πατέρας μου άρχισε να με βρίζει. Η Νταλίνα του είπε “αν είναι να συζητάς για γηροκομεία, θα φύγω τώρα”. Τέτοια ήταν η εξάρτηση». Προφασιζόμενη ότι πάει τους γονείς της για εξετάσεις και αλλάζοντας κλειδαριές, κατάφερε να τους μεταφέρει σε μια καλή μονάδα. Οταν πήγε στην αστυνομία, της είπαν ότι έχουν υπάρξει και άλλες καταγγελίες. «Το σοκαριστικό ήταν ότι λίγο καιρό αργότερα είδα ότι η Νταλίνα είχε επιστρέψει σε εκείνο το γραφείο».
Τα «καλύτερα» θύματα
Φαίνεται ότι όντως οι ηλικιωμένοι με παιδιά που ζουν στο εξωτερικό είναι τα καλύτερα θύματα, γιατί κάτι αντίστοιχο συνέβη και στον Στέλιο, κάτοικο Περθ Αυστραλίας. Την τελευταία φορά που είχε έρθει στην Αθήνα για να δει τη μητέρα του, είχε παρατηρήσει ότι, παρότι καλά στην υγεία της, δυσκολευόταν να κάνει κάποιες δουλειές του σπιτιού. Περισσότερο προληπτικά και για να νιώθει ο ίδιος καλύτερα, βρήκε από γνωστό μια κυρία εσωτερική. Γύρω στα 40, από τη Γεωργία. «Μου είχε φανεί πολύ γλυκιά, άνθρωπος εμπιστοσύνης», θυμάται.
Η αλλαγή – Ο Στέλιος βρήκε τη μαμά του ληθαργική. Ανέφερε μπροστά στη γυναίκα που τη φρόντιζε ότι θα φέρει ειδικό να την εξετάσει. «Δύο μέρες μετά ήταν άλλος άνθρωπος. Το έλεγε και μόνη της. “Ενα περίεργο πράγμα, δεν νυστάζω καθόλου!”».
Οταν επέστρεψε στην Αυστραλία, η επικοινωνία με τη μητέρα του άρχισε να αραιώνει. Και σε αυτή την περίπτωση, έβρισκε ότι κοιμόταν αρκετά. Δεν ξυπνούσε πριν από τις 10 και στις 7 το απόγευμα έπεφτε πάλι στο κρεβάτι. Δεν του πέρασε από το μυαλό κάτι κακό, παρά μόνον η σκέψη ότι η υγεία της μαμάς του επιδεινώνεται. Μήπως άνοια;
Επέσπευσε το επόμενο ταξίδι στην Ελλάδα προκειμένου να κανονίσει ραντεβού με νευρολόγο. Βρήκε τη μαμά του ληθαργική. Χωρίς να υποψιάζεται ακόμη κάτι, ανέφερε μπροστά στη γυναίκα ότι θα φέρει ειδικό να την εξετάσει. «Κυριολεκτικά δύο ημέρες μετά η μαμά μου ήταν άλλος άνθρωπος. Το έλεγε και μόνη της. “Ενα περίεργο πράγμα, δεν νυστάζω καθόλου!”». Οταν ήρθε ο νευρολόγος τη βρήκε μια χαρά. Το τεστ της άνοιας το πέρασε με άριστα. «Από πότε έχεις να βγεις έξω;» τη μάλωσε ο γιατρός. «Να βγαίνεις, να περπατάς, να βλέπεις κόσμο, να μαγειρεύεις!».
Η συνεργασία με την κυρία διακόπηκε χωρίς ποτέ να διευκρινιστεί εάν χορηγούσε πράγματι στην ηλικιωμένη φάρμακα για να κοιμάται. Δεν ρώτησε ποτέ και κάτι άλλο: Γιατί είχε αλλάξει τη θέση πολλών πραγμάτων στο πατρικό του. «Δεν βρήκα ακαταστασία, βρήκα όμως τα πράγματα σε άλλες θέσεις. Μέχρι και τα τάπερ στην ντουλάπα με τα ρούχα της μαμάς μου». Ο Στέλιος έμαθε αργότερα ότι αυτή είναι πάγια τακτική όσων εκμεταλλεύονται ηλικιωμένους. Αλλάζουν θέση στα πράγματα για να τους κάνουν να αισθάνονται αποπροσανατολισμένοι, να νιώθουν ότι τα χάνουν. Η μητέρα του, πάντως, σήμερα είναι καλά. Μία φορά στις 15 πάει οπωσδήποτε κομμωτήριο.
Μεγάλη ζήτηση χωρίς προσφορά
«Εχω ακούσει τα πάντα. Ο,τι μπορείς να φανταστείς, όποια ιστορία μπορεί να βάλει ο νους σου, θα έχεις πέσει μέσα. Από την πιο ανώδυνη έως την πιο επώδυνη». Ο Θόδωρος Μαρκέτος, 55 ετών, είναι ιδιοκτήτης μονάδας φροντίδας ηλικιωμένων στην Πάτρα. Οπως λέει, πολλοί καταφεύγουν στις μονάδες αφού πρώτα έχουν δοκιμάσει τη βοήθεια στο σπίτι από κάποιον επαγγελματία. Ομως τα πράγματα έχουν δυσκολέψει. «Παλιότερα υπήρχε πληθώρα προσφοράς. Σήμερα πολλές γυναίκες που έκαναν αυτή τη δουλειά έχουν γυρίσει στις πατρίδες τους και οι περισσότεροι δυσκολεύονται να βρουν λύση». Κάπου εκεί έχουν βρει χώρο δράσης διάφοροι επιτήδειοι.
Οπως αναφέρει ο Στέλιος Προσαλίκας, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Μονάδων Φροντίδας Ηλικιωμένων (ΠΕΜΦΗ), υπάρχει τεράστια έλλειψη εργαζομένων. «Οι περισσότεροι που μας προσεγγίζουν μας λένε ότι δυσκολεύτηκαν να βρουν άνθρωπο για το σπίτι. Ακόμη και μια κλειστή δομή, οργανωμένη, δεν θα βρει την ποσότητα και την ποιότητα των επαγγελματιών που έβρισκε κάποτε. Η φροντίδα ηλικιωμένων είναι η τελευταία επιλογή. Είναι τρομερά απαιτητική δουλειά. Οπότε σήμερα είναι η πρώτη δουλειά που βρίσκει κάποιος που έρχεται στην Ελλάδα και δεν ξέρει τη γλώσσα». Πάντως, όπως τονίζει, υπάρχει εκμετάλλευση και από την άλλη πλευρά. «Δεν έχουν συνειδητοποιήσει πολλοί, για παράδειγμα, ότι ένας εργαζόμενος σε μια τόσο δύσκολη δουλειά χρειάζεται ρεπό και άρα χρειάζεται να υπάρχει και δεύτερο άτομο».
Πώς θα ανταποκριθεί οικονομικά μια οικογένεια; «Οι τιμές για 24ωρη φροντίδα φτάνουν στα 900-1.000 ευρώ. Είναι χρήματα που ούτε οι συντάξεις δεν φτάνουν για να καλύψουν», εξηγεί η Ευαγγελία Αγγελίδου, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Νόσου Alzheimer και Συγγενών Διαταραχών Χαλκίδας. «Επιδόματα δεν υπάρχουν. Αυτό για την άνοια είναι πολύ μικρό. Το επίδομα για παραπληγικούς φτάνει στα 800 ευρώ. Ενα άτομο, όμως, με άνοια μπορεί να ζήσει και δέκα χρόνια όρθιο. Θέλει παρ’ όλα αυτά έναν άνθρωπο 24 ώρες το 24ωρο δίπλα του. Είναι ακριβή αρρώστια και δεν υπάρχουν χρήματα».
Πηγή: Καθημερινή





