Όλο και υψηλότερα εταιρικά spreads απαιτούν από τις γερμανικές επιχειρήσεις οι κάτοχοι ομολόγων εξαιτίας της οικονομικής στασιμότητας, των προβλημάτων στον κλάδο των ακινήτων και του μεγάλου ποσοστού επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες
Αυτή, μάλιστα, είναι μια τάση που, σύμφωνα με το Bloomberg, διευρύνεται από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, όταν εκτοξεύτηκε το ενεργειακό κόστος για της ενεργοβόρες βιομηχανίες της χώρας.
Μετά τη συρρίκνωση της οικονομίας το τελευταίο τρίμηνο του 2023, οι πρώτες ενδείξεις του 2024 δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για αισιοδοξία, τουλάχιστον σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Η ζήτηση από τους δανειολήπτες επιχειρηματίες για πάγιες επενδύσεις έχει μειωθεί, δημιουργώντας τον κίνδυνο για επιπλέον εμπόδια στην εγχώρια ανάπτυξη μακροπρόθεσμα, καθώς αυτό στο οποίο επικεντρώνονται οι επιχειρήσεις είναι να ξεπεράσουν τα τρέχοντα συσσωρευμένα προβλήματα.
«Η Γερμανία είναι πραγματικά σε δύσκολη θέση», δήλωσε στο Bloomberg ο Brian Mangwiro, διαχειριστής κεφαλαίων στο Barings. «Όλες οι μεγάλες βιομηχανικές οικονομίες επιβραδύνονται, αλλά, στη Γερμανία, αυτό επιδεινώνεται από το υψηλότερο ενεργειακό κόστος. Υπάρχουν επίσης προκλήσεις στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας με τον ανταγωνισμό που προέρχεται από την Κίνα».
Στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός τον περασμένο μήνα, ήταν διάχυτη η άποψη ότι η λεγόμενη ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας έχει χάσει το κύρος και τη σταθερότητά τους και αντιμετωπίζει μια δύσκολη περίοδο, καθώς ο ανταγωνισμός εντείνεται παντού: από μηχανήματα μέχρι αυτοκίνητα, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρικών οχημάτων, καθώς η τεχνολογία εξελίσσεται.
«Οι οικονομικές προοπτικές της χώρας παραμένουν ζοφερές», σύμφωνα με τον δείκτη Weil European Distress Index, ο οποίος αποτυπώνει στάσιμη κερδοφορία και πιέσεις ρευστότητας.
Η άνοδος των επιτοκίων τα τελευταία δύο χρόνια έχει επιδεινώσει το πρόβλημα, εκθέτοντας σε κινδύνους ιδιαιτέρως την αγορά ακινήτων. Περισσότερα από 13,6 δισεκατομμύρια δολάρια σε δάνεια και ομόλογα που εκδόθηκαν από εταιρείες της χώρας δέχθηκαν πίεση τον περασμένο μήνα, 13 φορές πάνω από το επίπεδο της Ιταλίας, σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε το Bloomberg. Διαγράφεται, συνεπώς, ένα ευρύτερο πρόβλημα, με περίπου το 15% των εταιρειών στη Γερμανία να αντιμετωπίζει προβλήματα, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, σύμφωνα με έκθεση της εταιρείας συμβούλων Alvarez & Marsal.
Η πίεση πλέον εξαπλώνεται πέρα από τα ακίνητα, τις κατασκευές και το λιανικό εμπόριο, που επλήγησαν από τον πληθωρισμό και το αυξανόμενο κόστος δανεισμού, δήλωσε ο Christian Ebner, CEO της συμβουλευτικής ομάδας χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης. «Η βιομηχανία αρχίζει να επηρεάζεται» και η αυτοκινητοβιομηχανία «θα συνεχίσει να είναι ένα “προβληματικό παιδί”», σχολίασε χαρακτηριστικά.
Και μέσα σε όλα αυτά, το αβέβαιο πολιτικό μέλλον της Γερμανίας ρίχνει ακόμα πιο βαριά σκιά στην οικονομία της χώρας, καθώς, όπως δήλωσε ο CEO της Deutsche Bank, Christian Sewing, η ανησυχία για την άνοδο του ακροδεξιού AfD συμβάλλει στη μείωση των επενδύσεων, με τον υπουργό Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ να σχολιάζει σε παρόμοιο μήκος κύματος.
Κάποιοι σπεύδουν να επωφεληθούν
Από την άλλη μεριά, υπάρχει και η λαϊκή ρήση σύμφωνα με την οποί «ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται». Με άλλα λόγια, κάποιοι βλέπουν την ευκαιρία να κερδίσουν από την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Οι εταιρείες ιδιωτικών επενδύσεων έλκονται στη Γερμανία λόγω του αναδυόμενου στρες και επιδιώκουν να αγοράσουν φθηνά οικογενειακές επιχειρήσεις σύμφωνα με τραπεζίτες και συμβούλους που βρέθηκαν στο Νταβός.
Προς τούτο, άμεσοι δανειστές, όπως η Ares Management Corp. και η Blackstone, έχουν ανοίξει γραφεία στη Φρανκφούρτη και προσπαθούν προληπτικά να δανείσουν σε γερμανικές επιχειρήσεις.
Οι short sellers επιδιώκουν επίσης να επωφεληθούν, στοιχηματίζοντας 5,7 δισεκατομμύρια ευρώ ότι θα πέσουν οι μετοχές των εταιρειών της χώρας, μεταξύ αυτών η Deutsche Bank, η Volkswagen και η εταιρεία ιδιοκτησίας ακινήτων Vonovia, με την τελευταία να αντανακλά τις ανησυχίες για τη γερμανική αγορά ακινήτων.
Η άνοδος των επιτοκίων οδήγησε ήδη τις τιμές των κατοικιών σε πτώση 11% από την κορύφωση του 2022.
Ενώ το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει αντιμετωπίσει καλά πολλές περιόδους αναταραχής τα τελευταία χρόνια, τα εμπορικά ακίνητα και η έλλειψη οικονομικής ανάπτυξης θα μπουν στο επίκεντρο του προβληματισμού για τις γερμανικές τράπεζες, δήλωσε ο Florian Heider, πρώην επικεφαλής του τμήματος έρευνας χρηματοπιστωτικών αγορών στην ΕΚΤ. Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν έκαναν σωστή διαχείριση κινδύνων και διέθεσαν επαρκή κεφάλαια για ζημίες, πρόσθεσε.
«Η αγορά ακινήτων πρέπει να παρακολουθείται πολύ προσεκτικά», δήλωσε ο Jörg Rocholl, πρόεδρος της σχολής επιχειρήσεων ESMT με έδρα το Βερολίνο και σύμβουλος του υπουργείου Οικονομικών. Η πτώση των στεγαστικών δανείων πλήττει επίσης την κερδοφορία των τραπεζών, είπε.
Η Bundesbank προειδοποίησε τον Νοέμβριο ότι στις αρχές του 2023, η «τρέχουσα αξία του τραπεζικού χαρτοφυλακίου» ήταν αρνητική για 15 ταμιευτήρια και 37 πιστωτικούς συνεταιρισμούς», προσθέτοντας ότι φαίνονται ιδιαίτερα ευάλωτοι σε αύξηση των επιτοκίων. Έκτοτε, τα επιτόκια της ΕΚΤ αυξήθηκαν κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες.
Το ένα τρίτο των δανείων εμπορικών ακινήτων στη Γερμανία αντιμετωπίζει υψηλότερο κόστος δανεισμού σε διάστημα τριών ετών, γεγονός που θα μπορούσε να προκαλέσει πιο απότομη αύξηση των χρεοκοπιών, ανέφερε η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας.
Πηγή ΟΤ