Έως και την επαναφορά του ρωσικού φυσικού αερίου, υπό πολλές βέβαια προϋποθέσεις και πάντα ως ένα τα πολλά σενάρια, φέρνει η «αναστάτωση» που έχει επέλθει και σημαδεύει πλέον την παγκόσμια αγορά με το δασμολογικό κύμα Τραμπ.
Ειδικότερα, όπως αναφέρουν αναλυτές του κλάδου με γνώση των ευρωπαϊκών διεργασιών και συζητήσεων που συνομίλησαν με την «Ν», αναφέρουν ότι εταιρείες φυσικού αερίου μελετούν το εν λόγω σενάριο σε μια προσπάθεια αντιστάθμισης των κρίσιμων προκλήσεων που ανοίγονται μπροστά και ενδέχεται να επιδεινώσουν περαιτέρω την ενεργειακή ασφάλεια και ανεξαρτησία της ευρωπαϊκής αγοράς.
Προφανώς, όπως διευκρινίζουν, ένα τέτοιο σενάριο τελεί υπό σημαντικές προϋποθέσεις και όρους με την βασικότερη παράμετρο να αποτελεί η έλευση εκεχειρίας στην σύγκρουση Ρωσίας- Ουκρανίας πράγμα που αν και μεθοδεύεται κύρια από τις ΗΠΑ – στρέφοντας εαυτόν στην αντιπαράθεση με την Κίνα – εντούτοις δεν αναμένεται στο εξαιρετικά άμεσο μέλλον ή τουλάχιστον δεν διαφαίνεται για την ώρα.
Χρειάζεται να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη συζήτηση δεν διεξάγεται σε φιλολογικό επίπεδο παρά αποτελεί αντικείμενο μελέτης με την αξιοποίηση των ανάλογων μοντέλων, με σκοπό να αποτυπωθεί τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο σε επίπεδο τιμών και ροών του καυσίμου για την ευρωπαϊκή αγορά, όταν το βασικό επίδικο, με ή χωρίς δασμούς Τραμπ, για την ευρωπαϊκή βιομηχανία είναι η διαμόρφωση ανταγωνιστικού προφίλ σε σχέση με τους εταίρους της, με το ενεργειακό κόστος να συνιστά από τις βασικές μεταβλητές σε αυτή την εξίσωση.
Επαναφορά μέσω Ουκρανίας
Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, το σενάριο που μελετάται, αφορά την επαναφορά ροών φυσικού αερίου μέσω Ουκρανίας σε ένα ποσοστό της τάξης του 20-25% των ποσοτήτων που διέρχονταν από την χώρα προ του πολέμου με κατεύθυνση τις ευρωπαϊκές αγορές, εκτιμώντας ότι κάτι τέτοιο θα αντιστάθμιζε αφενός την «μονοκαλλιέργεια» του (ακριβού κατά περιόδους) LNG και αφετέρου θα μετρίαζε το ειδικό βάρος του αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου που πλέον κατέχει βαρύνουσα θέση στο ενεργειακό μίγμα της Ευρώπης.
Το σενάριο εξετάζει τόσο την αξιοποίηση των υφιστάμενων υποδομών που διασχίζουν την Ουκρανία και φτάνουν στην αυλή της Ευρώπης όσο και την επιδιόρθωση ενός από τους δύο αγωγούς Nord Stream, προκρίνοντας αυτόν που έχει υποστεί την μικρότερη βλάβη. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Γερμανία δεν φαίνεται να στηρίζει ένα τέτοιο σχέδιο πολιτικά, πράγμα που ωστόσο δεν αποκλείει να υπάρχουν ευήκοα ώτα σε οικονομικό επίπεδο με προεξάρχουσα την βιομηχανία εντός και εκτός της χώρας, αναγνωρίζοντας το «αποτύπωμα» μιας τέτοιας εξέλιξης στο ενεργειακό κόστος.
Τα σενάρια αβεβαιότητας
Σε κάθε περίπτωση, η «είδηση» περί μελέτης ενός τέτοιου σεναρίου αντικατοπτρίζει την προσπάθεια ευρωπαϊκών κύκλων, που αν και μπορεί να μην εκφράζουν πλειοψηφικές θέσεις ή την κυρίαρχη γραμμή – αν υπάρχει μια τέτοια στα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων την δεδομένη στιγμή – εντούτοις δείχνει μια προσαρμοστικότητα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον όπου, το μόνο βέβαιο είναι η αβεβαιότητα για το «τι μέλει γενέσθαι», πράγμα που με την σειρά του αναδιαμορφώνει αναλόγως την ατζέντα σε τοπικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.
Άλλωστε, η όλη συζήτηση τελεί υπό την παράταση των 90 ημερών που έδωσε η Διοίκηση Τραμπ για την εφαρμογή των δασμών σε όλες τις χώρες πλην Κίνας με την Ευρωπαϊκή Ένωση με την σειρά της αναζητά τον βέλτιστο τρόπο αντίδρασης στα ενδεχόμενα που ανοίγονται μπροστά είτε αυτά είναι η εφαρμογή των δασμών είτε είναι η οριστική τους άρση. «Η Ευρώπη προετοιμάζεται για 90 ημέρες στις οποίες οι επενδύσεις θα σταματήσουν» είναι το μήνυμα που εξέπεμψαν οι Υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την άτυπη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή και το Σάββατο στη Βαρσοβία, επιβεβαιώνοντας ότι όλα γράφουν, ξεγράφουν και ξαναγράφουν σε ένα φόντο «αχαρτογράφητων» εξελίξεων.
Η «πράσινη» διέξοδος
Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί, όπως μεταφέρουν οι ίδιοι αναλυτές, ότι για την ώρα δεν καταγράφονται «δεύτερες σκέψεις» ως προς την πράσινη μετάβαση με άλλους μάλιστα να αναγνωρίζουν στις ΑΠΕ και την «πράσινη» τεχνολογία τα βασικά όπλα «ανά χείρας» προκειμένου η Ευρώπη να απαντήσει αποτελεσματικά και αποδοτικά στο ενεργειακό επίπεδο και κατά συνέπεια στο ευρύτερο πολιτικό, οικονομικό και γεωστρατηγικό πεδίο.
«Το ερώτημα δεν είναι τι μίγμα καυσίμου θα έχεις αλλά αν σου δίνει καλές τιμές» αναφέρει παράγοντας του κλάδου, θέλοντας έτσι να υπογραμμίσει και να εξηγήσει την «σπουδή» της Κομισιόν, όπως αποτυπώθηκε και στα στρατηγικά κείμενα που ανακοίνωσε τον περασμένο Φεβρουάριο, να μεταφέρει στις τελικές τιμές την «φτήνια» των ΑΠΕ, αναγορεύοντας το εν λόγω ζήτημα σε βασικό ζητούμενο για την μετέπειτα πορεία και προώθηση της ενεργειακής μετάβασης.
Διευκρινίζει δε πως «πάντα θα υπάρχει business case για τις ΑΠΕ και επομένως κάποιοι θα μπαίνουν να επενδύσουν», εκφράζοντας ταυτόχρονα την πεποίθηση ότι ανάλογοι όροι πληρούνται και στην περίπτωση των ΗΠΑ, όπου, παρά τα «drill baby drill», οι ΑΠΕ θα παραμείνουν ελκυστικός προορισμός για νέες επενδύσεις.
Αναγκαίος σύμμαχος η Κίνα για την ΕΕ
Σε αυτό το πλαίσιο δύναται να πάρει «σάρκα και οστά» ένα ακόμη σενάριο που συζητιέται και αναφέρει ότι σε απάντηση ενός εφ’ όλης της ύλης εμπορικού πολέμου ΗΠΑ – Κίνας, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να επιδιώξει διμερείς σχέσεις με την Κίνα με έμφαση στην προμήθεια εξοπλισμού πράσινης ενέργειας, αναγνωρίζοντας, θέλοντας και μη, ότι η πράσινη μετάβαση, η ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας δίχως την Κίνα δεν μπορεί να γίνει.
Το προβάδισμα της ασιατικής οικονομίας στην ανάπτυξη και παραγωγή «πράσινων» τεχνολογιών είναι εκκωφαντικό και επιβλητικό, θα λέγαμε, απέναντι σε κάθε απόπειρα τόσο της ΕΕ όσο και των ΗΠΑ να ανταγωνιστούν. Χωρίς να αναφέρεται μονάχα στον τομέα των ΑΠΕ, ωστόσο, ενδεικτική είναι η αποστροφή του Tim Cook, διευθύνοντος συμβούλου της Apple σε πρόσφατη συνέντευξη του, για το χάσμα που χωρίζει ΗΠΑ και Κίνα. Συγκεκριμένα το υψηλόβαθμο στέλεχος του αμερικανικού τεχνολογικού κολοσσού αναγνωρίζει την υπεροχή της Κίνας έναντι των ΗΠΑ, γεγονός που αποτυπώνεται στο βαθμό διείσδυσης της τεχνολογίας στη παραγωγική διαδικασία. Ανέφερε δε γλαφυρά πως στην περίπτωση της Κίνας οι ρομποτικές μηχανές γεμίζουν γήπεδα επί γηπέδων όταν στις ΗΠΑ μετά βίας φτάνουν να γεμίσουν ένα δωμάτιο, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο τόσο τα διαφορετικά μεγέθη όσο και το «χάσμα» τεχνογνωσίας που πλέον χωρίζει τις δύο οικονομίες.
Η άλλη όψη του νομίσματος
Την ίδια στιγμή, η επαναφορά του ρωσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα της ΕΕ δύναται να επιβραδύνει ή ακόμη και να αναχαιτίσει ως ένα βαθμό τα «πράσινα» σχέδια της Ένωσης σε συνέχεια των νέων δεδομένων που θα δημιουργήσει στην αγορά ενέργειας. «Το εκ νέου άνοιγμα της κάνουλας ενδέχεται να ακυρώσει τα σχέδια για νέους αγωγούς, νέα τερματικά LNG καθώς επίσης να επιφέρει επιπτώσεις εν συνόλω στις ΑΠΕ σε συνέχεια της νέας ισορροπίας που θα υπάρξει στις χρηματιστηριακές αγορές, όπου τα έσοδα θα υποχωρήσουν σε χαμηλότερα επίπεδα ελέω του φθηνότερου φυσικού αερίου», αναφέρουν οι ίδιες πηγές. Ασχέτως τι από όλα αυτά θα επαληθευτεί στην πράξη, το σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει μια λύση που να απαντάει σε όλα τα προβλήματα, γεγονός που αναδεικνύει και το έδαφος πάνω στο οποίο επιχειρούν να ξεδιπλωθούν τα διάφορα σενάρια που καταρτίζονται.
Σε υποχώρηση οι τιμές ενέργειας
Σε κάθε περίπτωση, η εικόνα της αγοράς ενέργειας στιγματίζεται για την ώρα από τις χαμηλές τιμές φυσικού αερίου και πετρελαίου σε αντανάκλαση των εκτιμήσεων για συρρίκνωση της οικονομικής ανάπτυξης παγκοσμίως ως απόρροια του οικονομικού πολέμου. Το συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης φυσικού αερίου Μαΐου στον ολλανδικό κόμβο TTF διαπραγματεύεται περί τα 33 ευρώ ανά θερμική μεγαβατώρα, όντας στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 7 μηνών με ανάλογη πτωτική τάση να καταγράφεται στις συμβόλαια πετρελαίου.
Τα πράγματα ωστόσο δύναται να εξελιχθούν διαφορετικά στην περίπτωση του πετρελαίου σε συνέχεια των κινήσεων που θα επιλέξει να ακολουθήσει το καρτέλ OPEC+. Υπενθυμίζεται ότι πρόσφατα αποφάσισε την αύξηση των ποσοστώσεων παραγωγής σε απάντηση των «απείθαρχων» Καζακστάν, Νιγηρία και Ιράκ, πράγμα που αν συμβεί θα σημάνει την περαιτέρω πίεση των τιμών, καθώς και το αντίθετο αν επιλέξει να αναστείλει την εν λόγω απόφαση.
Σε δοκιμασία το «drill baby drill» ;
Μια πρόσθετη πλευρά αφορά στο κατά πόσο ο OPEC+ θα επιλέξει να μπει σε αντιπαράθεση με την εξορυκτική βιομηχανία των ΗΠΑ, γεγονός που αναμένεται να «δοκιμάσει» κατά το μέγιστο τις αντοχές του «drill baby drill» κατά τα πρότυπα μιας προηγούμενης αντιπαράθεσης κατά τα lockdown της πανδημίας μερικά χρόνια πριν, με πρωταγωνιστή τότε την Σαουδική Αραβία.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνουν αρμόδιες πηγές, τα «όρια ανοχής» της αμερικανικής εξορυκτικής βιομηχανίας προσδιορίζονται στα επίπεδα των 50-70 δολάρια το βαρέλι και επομένως μια συμπίεση των τιμών σε χαμηλότερα επίπεδα από τον OPEC+ στη προσπάθεια να αποσπάσει μερίδια αγοράς, θα δημιουργήσει ζήτημα βιωσιμότητας για τον αμερικανικό κλάδο.
«Εάν οι τιμές φτάσουν κάτω από τα 60 δολάρια και παραμένουν εκεί, θα δούμε μια σίγουρη πτώση στον αριθμό των γεωτρήσεων», δήλωσε ο Roe Patterson, διευθύνων σύμβουλος της Marauder Capital, μιας εταιρείας ιδιωτικών μετοχών που επενδύει στον τομέα των υπηρεσιών πετρελαιοειδών των ΗΠΑ.
Σε κάθε περίπτωση οι ίδιες πηγές επισημαίνουν ότι «δεν είναι ξεκάθαρο τι θέλουν να κάνουν» χωρίς ωστόσο, όπως προσθέτει, να μπορούμε σήμερα να αποκλείσουμε κάποιο από τα σενάρια που βρίσκονται στο τραπέζι.
Πηγή:naftemporiki.gr