Η παγκόσμια αστάθεια και οι περιφερειακές συγκρούσεις έχουν οδηγήσει σε αύξηση 22% τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Τα νέα όπλα και ο ρόλος της Α.Ι. για εμπορικές κινήσεις-ματ πάνω σε μια αιματοβαμμένη «σκακιέρα»
Το ξέσπασμα του πολέμου στη Μέση Ανατολή ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Χαμάς αποτέλεσε την πιο πρόσφατη ένδειξη ότι ο πλανήτης οδεύει όλο και πιο βαθιά σε μια περίοδο επικίνδυνης αστάθειας και διαδοχικών κρίσεων.
Το γεγονός αυτό αντανακλάται απόλυτα στην εκρηκτική αύξηση των πωλήσεων στρατιωτικού εξοπλισμού παγκοσμίως, δημιουργώντας ερωτήματα για το πώς θα μπορούσε αυτή η «κούρσα» να επηρεάσει τα όποια βήματα προς την αποκατάσταση της σταθερότητας και την επίτευξη ειρήνης.
Τα στοιχεία και οι βασικοί «παίκτες»
Οι πρόσφατοι αριθμοί δείχνουν ξεκάθαρα το αυξημένο ενδιαφέρον πολλών χωρών για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού. Ειδικότερα, σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη με έδρα τη Στοκχόλμη, οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες άγγιξαν πέρυσι τα 2,2 τρισεκατομμύρια δολάρια, το υψηλότερο ποσό τουλάχιστον από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ενώ σημείωσαν αύξηση της τάξεως του 23% σε σχέση με το 2021.
Λίγες ημέρες μετά την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, άρχισαν να φτάνουν στο Ισραήλ πλοία με αμερικανικά όπλα, όπως έξυπνες βόμβες, πυρομαχικά και ανιχνευτές για τον «Σιδερένιο Θόλο», το περιβόητο ισραηλινό σύστημα αεράμυνας.
Κεντρικό ρόλο φαίνεται να διαδραματίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες πραγματοποίησαν το 45% των παγκόσμιων πωλήσεων κατά το περασμένο έτος, σχεδόν πέντε φορές περισσότερες από οποιοδήποτε άλλο κράτος. Πρόκειται μάλιστα για τον μεγαλύτερο αριθμό εξαγωγών της χώρας μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, όπως σημειώνεται μεταξύ άλλων σε πρόσφατο δημοσίευμα των New York Times.
Παράλληλα, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, οι ΗΠΑ στέλνουν ήδη στρατιωτική βοήθεια αξίας άνω των 3 δισ. δολαρίων στο Ισραήλ κάθε χρόνο, ενώ λίγες ημέρες μετά την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, άρχισαν να φτάνουν στη χώρα πλοία με αμερικανικά όπλα, όπως έξυπνες βόμβες, πυρομαχικά και ανιχνευτές για τον «Σιδερένιο Θόλο», το περιβόητο ισραηλινό σύστημα αεράμυνας.
«Οι μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις – όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία – οι οποίες είναι σε μεγάλο βαθμό αυτάρκεις σε ό,τι αφορά την παραγωγή όπλων, είναι οι προμηθευτές», εξηγεί στην «Κ» ο Μάικλ Κλαρ, γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της Ενωσης για τον Ελεγχο των Οπλων (Arms Control Association) με έδρα την Ουάσιγκτον.
«Οι βασικότεροι αγοραστές όπλων τείνουν να είναι εκείνες οι χώρες που εμπλέκονται σε περιφερειακές αντιπαλότητες ή αγώνες ισχύος, όπως το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στη Μέση Ανατολή, η Ινδία και το Πακιστάν στη νότια Ασία, καθώς και η Αυστραλία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα», αναφέρει ο ειδικός.
Ο ρόλος των νέων τεχνολογιών και της A.I.
Σε αυτή την εκρηκτική άνοδο των πωλήσεων στρατιωτικού εξοπλισμού, έντονο φαίνεται να είναι και το αποτύπωμα των προηγμένων τεχνολογικά όπλων. Σύμφωνα με τον Μάικλ Κλαρ, οι συγκρούσεις στη Λιβύη, το Ναγκόρνο-Καραμπάχ και την Ουκρανία ανέδειξαν τη χρησιμότητα εξοπλισμού όπως τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones) στο πεδίο της μάχης, ειδικά των τουρκικών Bayraktar TB2 και των ιρανικών Shahed-136.
Ο ίδιος επισημαίνει, μάλιστα, ότι οι ειδικοί στον τομέα της στρατιωτικής πολιτικής ισχυρίζονται πως τα όπλα τύπου drone που ενισχύονται όλο και περισσότερο από την Τεχνητή Νοημοσύνη θα έχουν εντονότερη παρουσία σε μελλοντικούς πολέμους, και επομένως είναι ασφαλές να θεωρηθεί και ότι θα διαδραματίζουν ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο στο παγκόσμιο εμπόριο όπλων.
Ηδη, πολλές πρόσφατες πωλήσεις όπλων από τις ΗΠΑ και την Κίνα περιλαμβάνουν drone αναγνώρισης και μάχης, όπως τα αμερικανικά MQ-9 Reaper και τα κινεζικά Caihong-5 and Wing Loong.
Από την πλευρά του, ο Ζίμον Βέιζεμαν, ανώτατος ερευνητής στο Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών της Στοκχόλμης, λέει στην «Κ» ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των μη επανδρωμένων αεροσκαφών είναι ότι δίνουν τη δυνατότητα στη χώρα που τα κατασκευάζει να αρνηθεί την εμπλοκή της σε μια σύγκρουση.
Ο Βέιζεμαν φέρνει ως παράδειγμα τα drones που χρησιμοποιούνται από τη Ρωσία στην Ουκρανία, με πληροφορίες να αναφέρουν ότι κάποια εξ αυτών είναι ιρανικής προέλευσης, κάτι που ωστόσο η Τεχεράνη αρνείται. «Είναι σε θέση να το αρνηθούν, καθώς δεν υπάρχει πλήρωμα, παρά μόνο ένα κομμάτι μέταλλο», λέει ο ερευνητής.
Τι οδήγησε στην πρόσφατη εξοπλιστική «κούρσα»;
Πώς φτάσαμε λοιπόν σε αυτή την παγκόσμια «κούρσα» εξοπλισμών και ποιες είναι οι συνθήκες που την πυροδοτούν;
Οι αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς και ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι βέβαιο ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια αύξηση των αγοραπωλησιών όπλων, ωστόσο οι αιτίες του εν λόγω φαινομένου δεν περιορίζονται σε αυτά τα δύο παραδείγματα.
Στην Ευρώπη, ο αριθμός των πιθανών κινδύνων έχει αυξηθεί δραματικά κατά τα τελευταία χρόνια, λέει ο Βέιζεμαν. «Ετσι, βλέπουμε μια πλούσια περιοχή του πλανήτη να προχωρά σε περισσότερες αγορές όπλων».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν χώρες όπως η Πολωνία, που υπό τον φόβο περαιτέρω επιθετικότητας από τη Ρωσία, ιδιαίτερα μετά την εισβολή της στην Ουκρανία, ενισχύει όλο και περισσότερο τον στρατιωτικό της εξοπλισμό.
Σε ό,τι αφορά την κατάσταση στην Ασία, βασικό ρόλο φαίνεται να διαδραματίζει η Κίνα, η οποία, λόγω της αυξανόμενης στρατιωτικής της ισχύος, θεωρείται απειλή από πολλά κράτη στην περιοχή.
«Εξαιτίας της Κίνας αλλά και της κλιμάκωσης των εντάσεων στην Κορεατική Χερσόνησο, χώρες όπως η Αυστραλία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, αυξάνουν τις αγορές στρατιωτικού εξοπλισμού», σημειώνει ο Μάικλ Κλαρ.
«Το ίδιο ισχύει και για τις ΗΠΑ, οι οποίες θεωρούν την Κίνα ως τη βασικότερη ανησυχία τους, ακόμη και μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία», προσθέτει από την πλευρά του ο Βέιζεμαν.
Παράλληλα, όπως επισημαίνει ο Κλαρ, η ανάδυση του Ιράν ως σημαντική περιφερειακή δύναμη στη Μέση Ανατολή, έχει οδηγήσει σε περισσότερες αγορές όπλων από αντιπάλους της χώρας, όπως το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Τα οφέλη και οι κίνδυνοι
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, καθίσταται εμφανές ότι οι ισορροπίες γίνονται όλο και πιο ευαίσθητες σε πολλά σημεία του πλανήτη και όχι μόνο στις περιοχές όπου βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη ένοπλες συγκρούσεις.
Και ενώ η ανοδική τάση στις αγορές όπλων συνεπάγεται αυξημένες παραγγελίες σε χώρες – προμηθευτές, όπως οι ΗΠΑ, φέρνοντας περισσότερα κέρδη, νέες θέσεις εργασίας και τόνωση των διμερών σχέσεων με τους αγοραστές, οι αμφίρροπες συνθήκες που διαμορφώνονται προκαλούν παράλληλα ανησυχίες για περαιτέρω κλιμάκωση των εν εξελίξει συγκρούσεων καθώς και για το ξέσπασμα νέων πολέμων στο μέλλον.
Μια ακόμη προβληματική πτυχή, σύμφωνα με τον Ζίμον Βέιζεμαν, αποτελεί το γεγονός ότι η αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού γίνεται πλέον αντιληπτή ως μια κρίσιμης σημασίας απόφαση για πολλές χώρες, καθώς όλες οι ειρηνικές επιλογές μοιάζουν να εξαντλούνται.
Παράλληλα, επισημαίνει ότι η ισχυρή παρουσία εξοπλισμού σε μεθοριακές περιοχές, όπου μπορεί να υπάρχει διαμάχη μεταξύ δύο χωρών για τα σύνορα, θα μπορούσε να αυξήσει τις πιθανότητες ατυχήματος οδηγώντας ενδεχομένως σε μια περιορισμένη ή και εκτεταμένη σύγκρουση.
Ενας φαύλος κύκλος δράσης και αντίδρασης
Ενας ακόμη σημαντικός κίνδυνος τόσο για τους προμηθευτές όσο και για τους αγοραστές έχει να κάνει με το γεγονός ότι η πώληση προηγμένων όπλων σε μια χώρα που εμπλέκεται σε μια περιφερειακή σύγκρουση, πιθανόν να οδηγήσει τους αντιπάλους της στο να αναζητήσουν παρόμοια όπλα και μάλιστα σε μεγαλύτερες ποσότητες.
«Κάπως έτσι, δημιουργείται ένα μοτίβο “δράσης – αντίδρασης”, με τις αντίπαλες χώρες να λένε η μία στην άλλη “αγόρασες όπλα, άρα θα αγοράσω κι εγώ”», σημειώνει ο Βέιζεμαν.
«Εκείνοι που υποστηρίζουν τις συμφωνίες αγοράς όπλων θα ισχυριστούν ότι το νέο στρατιωτικό υλικό θα δώσει στη χώρα που το αποκτά, τη δυνατότητα αποτροπής πιθανών απειλών και ως εκ τούτου θα μειώσει τον κίνδυνο συγκρούσεων. Ομως δεν λειτουργεί ποτέ έτσι», αναφέρει από την πλευρά του ο Μάικλ Κλαρ.
Αυτό που πραγματικά βλέπουμε να συμβαίνει, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι τους περιφερειακούς αντιπάλους να αισθάνονται απειλημένοι και να νιώθουν την ανάγκη να απαντήσουν, αποκτώντας και οι ίδιοι περισσότερα όπλα – ίσως ακόμη πιο ισχυρά και προηγμένα – με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, ο οποίος τελικά αυξάνει τις εντάσεις και τον κίνδυνο νέων συγκρούσεων.
Ιστορικά παραδείγματα και σκέψεις για το μέλλον
Η παγκόσμια τάση για περισσότερα όπλα δεν είναι κάτι πρωτοφανές. Η ιστορία περιέχει σχετικά παραδείγματα, τα οποία παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες αλλά και αξιοσημείωτες διαφορές με το σήμερα.
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου, κατά την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ενωση βρίσκονταν σε ανταγωνισμό σε ό,τι αφορά τις μεταφορές όπλων στους συμμάχους τους στη Μέση Ανατολή, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στη μακροχρόνια αστάθεια που επικρατεί στην περιοχή.
«Σήμερα βλέπουμε ένα παρόμοιο μοτίβο, με την Κίνα και τη Ρωσία να ανταγωνίζονται τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους στις πωλήσεις όπλων στη Μέση Ανατολή καθώς και στη νότια και νοτιοανατολική Ασία», λέει ο Μάικλ Κλαρ.
Υπάρχουν, ωστόσο, και κάποιες διαφορές, τονίζει ο ειδικός. «Οι μεγάλοι προμηθευτές είναι πλέον πιο πιθανό να ζητήσουν την άμεση πληρωμή των όπλων, ενώ στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου οι υπερδυνάμεις συνήθιζαν να τα παρέχουν με όρους πίστωσης ή ως επιχορηγήσεις, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν συμμάχους σε αυτό που τότε ονομαζόταν Τρίτος Κόσμος».
«Παράλληλα, η Κίνα έχει εξελιχθεί σε σημαντικό προμηθευτή όπλων, ενώ στο παρελθόν ήταν κυρίως ανάμεσα στις χώρες που τα λάμβαναν», προσθέτει.
Η ιστορία λοιπόν μας διδάσκει ότι κάθε φορά που ο πλανήτης διανύει μια ταραχώδη περίοδο, παρατηρείται η τάση για περισσότερες αγορές και πωλήσεις στρατιωτικού υλικού. Η πρόκληση τώρα για τη διεθνή κοινότητα είναι να αποκομίσει μαθήματα από το παρελθόν, ώστε να επιστρέψει στον δρόμο της αποκλιμάκωσης, του διαλόγου και της ειρήνης.
«Μπορούμε και πρέπει να μάθουμε», αναφέρει ο Ζίμον Βέιζεμαν. Σημειώνεται ότι την Τρίτη 24 Οκτωβρίου άρχισε η Παγκόσμια Εβδομάδα Αφοπλισμού του ΟΗΕ (Disarmament Week) και, όπως τονίζει ο ειδικός, αυτή είναι μια καλή στιγμή για να σκεφτούμε το μέγεθος της απειλής που αποτελούν τα όπλα για τις κοινωνίες και για την παγκόσμια ειρήνη.
Πηγή: kathimerini.gr