Ειδικοί κρίνουν «διαχειρίσιμο» το αρχικό κόστος στο 0,13% του ΑΕΠ των «27» ετησίως και διαβλέπουν μεσοπρόθεσμα οφέλη
Πληθαίνουν τα δημοσιεύματα του διεθνούς τύπου περί κατάπαυσης των εχθροπραξιών στην Ουκρανία εντός του 2024 και φαίνεται ότι ένα ισχυρό επιχείρημα της Δύσης για την επίσπευση της έναρξης διαπραγματεύσεων με το καθεστώς Πούτιν είναι να προληφθεί το ενδεχόμενο αυτές να διεξαχθούν ενώ στο Λευκό Οίκο έχει επιστρέψει ο Ντόναλντ Τραμπ. Τα σενάρια διχοτόμησης της πολύπαθης χώρας (κατά το πρότυπο των δύο Γερμανιών του Ψυχρού Πολέμου) κυριαρχούν. Η υπόσχεση της ένταξης της «ελεύθερης» Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ δεν μοιάζει ρεαλιστική και υλοποιήσιμη, αλλά δεν ισχύει το ίδιο με την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κάποιες φιλοευρωπαϊκές δεξαμενές σκέψεις έβαλαν επί τάπητος τα δεδομένα μιας υποθετικής ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ και, αν και χαρακτηρίζουν ακόμα μακρινή μια τέτοια προοπτική, υπολογίζουν ότι το αρχικό κόστος για τους «27» είναι διαχειρίσιμο, καθώς θα κυμανθεί από 11 έως 19 δισ. ευρώ ετησίως. Θα είναι δηλαδή μικρότερο του 0,13% του συνολικού ΑΕΠ των κρατών-μελών. Επιπλέον, οι ειδικοί θεωρούν ότι οι εταίροι σύντομα θα αρχίσουν να αποκομίζουν οφέλη από το νέο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας.
Η έρευνα
Το Ινστιτούτο μελετών που δημοσιοποίησε την τελευταία χρονικά έρευνα για το ενδεχόμενο ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ είναι το έγκυρο Bruegel, το οποίο εκτιμά το καθαρό κόστος για τους «27» στα 19 δισ. ευρώ ετησίως, αν η ένταξη γινόταν σήμερα. Η νεοενταχθείσα χώρα θα είχε έναν προϋπολογισμό περίπου 175 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 0,13% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Τον περασμένο Δεκέμβριο το Ινστιτούτο Jacques-Delors είχε εκτιμήσει ότι η καθαρή αρχική επιβάρυνση των «27» θα ήταν ακόμα χαμηλότερη, στα 11,4 δισ. ευρώ ετησίως.
«Δεν είναι αμελητέο το κόστος ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ, αλλά είναι απολύτως διαχειρίσιμο», δήλωσε ο Ζολτ Νταρβάς, οικονομολόγος-ερευνητής του Ινστιτούτου Bruegel. Διευκρινίζει βέβαια ο Νταρβάς ότι οι υπολογισμοί του Ινστιτούτου βασίζονται στην υπόθεση ότι η Ουκρανία θα ανακτούσε ολόκληρη την προπολεμική επικράτειά της και ότι ο πληθυσμός της θα έφθανε και πάλι κοντά στα 44 εκατομμύρια που αριθμούσε το 2021.
Εάν δεν συμβεί αυτό, αν δηλαδή χάνονταν τα εδάφη που έχουν υπό τον έλεγχό τους οι ρωσικές δυνάμεις και αν δεν επέστρεφαν από το εξωτερικό τα εκατομμύρια των Ουκρανών που έχουν εγκαταλείψει τη χώρα μετά τη ρωσική εισβολή, το ετήσιο κόστος θα έπεφτε στα 16 δισ. ευρώ, σύμφωνα με το Bruegel.
Σημειωτέον ότι ο ΟΗΕ εκτιμά ότι στην Ευρώπη κατέφυγαν 6 εκατ. πρόσφυγες, ενώ οι περισσότεροι αριθμητικά από όσους διέφυγαν σε τρίτες χώρες, πάνω από 1,2 εκατ., κατέφυγαν στη Ρωσία. Σύμφωνα με το Τμήμα Ερευνών της Statista, εκτός Ευρώπης και Ρωσίας έχουν βρει καταφύγιο επιπλέον 6,5 εκατομμύρια Ουκρανοί. Στην εμπόλεμη Ουκρανία δηλαδή, έχουν απομείνει ίσως λιγότεροι και από 30 εκατ. κάτοικοι.
ΚΑΠ και Ταμείο Συνοχής
Η ένταξη της Ουκρανίας θα έφερνε σημαντικές αλλαγές στον προϋπολογισμό της ΕΕ για δύο βασικούς λόγους, επισημαίνει ο Βενσάν Κολάν στη γαλλική οικονομική εφημερίδα «Les Echos». Πρώτον, επειδή πρόκειται για μια μεγάλη γεωργική δύναμη, η οποία θα λάβει σημαντικές επιδοτήσεις από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ).
Έτσι, αν το Κίεβο ανακτούσε όλη τη γη που κατείχε η Ρωσία και ολοκλήρωνε τον καθαρισμό των εδαφών από τις νάρκες, η Ουκρανία θα αντιπροσώπευε το ένα πέμπτο της γεωργικής γης της ΕΕ, κατά τους υπολογισμούς του Bruegel. Στο πλαίσιο της ΚΑΠ το Κίεβο θα εισπράξει 85 δισ. ευρώ στο πλαίσιο της ΚΑΠ σε μια περίοδο επτά ετών (οι ερευνητές του Ινστιτούτου βάσισαν τη μελέτη τους στον προϋπολογισμό για την περίοδο 2021-2027).
Η δεύτερη μεγάλη αλλαγή που θα επέφερε η ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ έχει να κάνει με το ότι πρόκειται για μια συγκριτικά φτωχή χώρα. «Ως εκ τούτου θα ήταν επιλέξιμη για να εισπράττει κονδύλια από το Ταμείο Συνοχής των Βρυξελλών για τις μειονεκτούσες οικονομικά περιοχές της ΕΕ, όπως είναι σήμερα η Ουγγαρία, η Πολωνία ή και η Ελλάδα», γράφει η «Les Echos».
Ο «λογαριασμός» για την ΕΕ θα φτάσει τα 32 δισ. ευρώ σε μια επταετία κατά τους υπολογισμούς του Bruegel, που επισημαίνει ότι τα διατιθέμεα κονδύλια συνοχής περιορίζονται στο 2,3% του ΑΕΠ των δικαιούχων χωρών, γεγονός που περιορίζει αισθητά τις εκταμιεύσεις – θα ήταν εξαπλάσιες αν δεν υπήρχε αυτό το όριο.
«Αν υποθέσουμε ότι ο κοινοτικός προϋπολογισμός θα παραμείνει σταθερός, οι χώρες που σήμερα επωφελούνται από τα Ταμεία Συνοχής και την ΚΑΠ θα εισπράττουν λιγότερα, ενώ οι καθαρά συνεισφέρουσες στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό χώρες, όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία ή η Ολλανδία, θα επιβαρύνονταν περισσότερο», σημειώνεται στη μελέτηin.
«Οριακές οι αλλαγές»
Ωστόσο, η ενσωμάτωση της Ουκρανίας στην ΕΕ «μόνο οριακά θα μετέβαλλε τη συνολική εικόνα», εκτιμά το Bruegel. Κι αυτό επειδή «πολλοί καθαροί δικαιούχοι των κοινοτικών κονδυλίων βλέπουν ήδη τις εισροές τους να μειώνονται καθώς γίνονται ολοένα και πλουσιότεροι». Έτσι για την Πολωνία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία ή την Τσεχία η υποδοχή της Ουκρανίας στην ευρωπαϊκή οικογένεια θα επέφερε μια «περιορισμένη μόνο μείωση των εισπράξεών τους από τα Ταμεία Συνοχής, συγκριτικά με τη μείωση που ήδη βιώνουν».
Όσον αφορά την πρόσθετη συνεισφορά στον κοινό κορβανά που θα ζητούνταν για χάρη της Ουκρανίας από τους πλούσιους εταίρους, όπως από τους Γερμανούς, τους Γάλλους ή τους Ολλανδούς, θα αντιπροσωπεύει περίπου το 0,1% του ΑΕΠ τους, σύμφωνα με το think tank. «Είναι εντελώς λάθος να λέμε ότι, αν εντασσόταν η Ουκρανία, οι περισσότερες από τις δικαιούχους χώρες σήμερα θα γίνουν συνεισφέρουσες στα Ταμεία Συνοχής και στην ΚΑΠ, αυτό δεν ισχύει», επιμένει ο Ζολτ Νταρβάς.
Θα πρόσθετε κανείς ότι τόσο οι συνεισφέρουσες όσο και οι δικαιούχοι χώρες (τόσο οι πλούσιοι και όσο και οι φτωχοί Ευρωπαίοι δηλαδή), επιβαρύνονται αυτή την ώρα πολύ περισσότερο από τις αποστολές στην εμπόλεμη Ουκρανία στρατιωτικού εξοπλισμού που αμέσως σπεύδουν να ανανεώσουν με πιο προηγμένα τεχνολογικώς και πιο ακριβά οπλικά συστήματα από τους μεγάλους αμυντικούς ομίλους των ΗΠΑ και της Ευρώπης.
Φορολογικά έσοδα και θέσεις εργασίας
Το Ινστιτούτο Bruegel σημειώνει επίσης ότι, όπως συνέβη με την ένταξη και των άλλων χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στην ΕΕ, έτσι και στην περίπτωση της Ουκρανίας «θα μπορούσαν να τεθούν σε εφαρμογή μεταβατικά μέτρα τα οποία θα περιόριζαν για αρκετά χρόνια τις δημοσιονομικές επιπτώσεις που θα είχε για το Κίεβο η ένταξη».
Τέλος, το Ινστιτούτο επισημαίνει ότι οι οικονομοτεχνικές αναλύσεις και εκτιμήσεις δεν λαμβάνουν υπόψη τα οικονομικά οφέλη που θα αποκόμιζαν τα κράτη-μέλη από την είσοδο της Ουκρανίας αυτής στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα επωφεληθούν που θα χρηματοδοτηθούν από τις Βρυξέλλες στην Ουκρανία, ιδίως για την ανοικοδόμηση της χώρας.
Και επίσης οι Ουκρανοί μετά την ένταξη θα εισήγαγαν περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες από τους «27», «κάτι βέβαια που ήδη συμβαίνει από την έναρξη του πολέμου». Η αύξηση αυτή των ουκρανικών εισαγωγών θα αποφέρει περισσότερα φορολογικά έσοδα και περισσότερες θέσεις εργασίας για τις χώρες-μέλη της ΕΕ. «Κάτι ανάλογο συνέβη και κατά τη διεύρυνση της ΕΕ προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη το 2004, ο αντίκτυπος της οποίας ήταν πολύ θετικός», υπενθυμίζει ο Ζολτ Νταρβάς.
Πηγή: in.gr