Ενας εκπαιδευτικός που δίδαξε στα Βορίζια θυμάται: «Οι δάσκαλοι βρισκόμασταν υπό διαρκή κίνδυνο». Ένα ζευγάρι παλιών κατοίκων του χωριού μιλά για τις παλιές βεντέτες και τη νέα βία που μετασχηματίστηκε στην Κρήτη λόγω της διαφθοράς και της ανοχής των πολιτικών. «Οι επιδοτήσεις έγιναν όπλα και 4×4».
Τέσσερις μέρες μετά τον φόνο δύο ανθρώπων και τον τραυματισμό άλλων τεσσάρων στα Βορίζια, την ώρα που οι αστυνομικοί «σπάζουν» – όπως λένε οι κάτοικοι – τα σπίτια του χωριού ψάχνοντας για όπλα, την ώρα που ελάχιστοι κυκλοφορούν στους δρόμους και πολλοί άλλοι έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους μέχρι να ηρεμήσει η κατάσταση στο ορεινό χωριό του Ψηλορείτη, ο 74χρονος Γιώργος Χαραλαμπάκης και η συνομήλικη σύζυγος του Ευγενία Καργάκη κάθονται προβληματισμένοι στο σαλόνι του σπιτιού τους στην κάτω πλευρά των Βοριζίων.

«Ημασταν εδώ το Σάββατο. Επί τρεις μέρες μόνο μέχρι την αυλή μας πηγαίναμε. Τα βλέπαμε όλα από την τηλεόραση», διηγείται ο κ. Χαραλαμπάκης ενώ συνεχίζει να παρακολουθεί τις εξελίξεις από την τηλεόραση. Μόνο το Σάββατο που έγινε η έκρηξη βγήκε με τις πιτζάμες μέχρι την αυλόπορτα για να δει τι συμβαίνει.
«Μόλις έγινε το φονικό μας πήραν τα παιδιά μας τηλέφωνο. ‘Βάλτε τα πράγματα στις βαλίτσες να φύγετε’, μας είπαν. Ομως εγώ δεν φοβάμαι καθόλου. Είμαστε με όλους καλά» λέει η κ. Ευγενία.

«Κακές ώρες»
«Το σπίτι μας είναι σε απόμερο σημείο. Στο καφενείο έχω χρόνια να πάω. Κάνω τις δουλειές μου στις Μοίρες και πίνω καφέ εκεί. Δεν θα πω ποτέ ότι φταίει η μία πλευρά ή η άλλη. Το χωριό είναι μικρό και λίγο πολύ όλοι είμαστε συγγενείς μεταξύ μας», λέει ο κύριος Γιώργος.
Με όσα έγιναν στο χωριό αισθάνεται πολύ άσχημα. «Ειδικά η κοπελιά πήγε άδικα χαμένη. Σε άλλο χωριό έμενε. Ήρθε για μνημόσυνο και τελικά έγινε η κηδεία της. Ούτε ο Φανούρης έπρεπε να σκοτωθεί».
«Κακές ώρες» σχολιάζει η κυρία Ευγενία.
«Εμείς τις κάνουμε κακές», ανταπαντά ο κύριος Γιώργος.
«Ηταν λανθασμένη επιλογή το σπίτι;» ρωτάμε. Μήπως ήταν μοιραίο λάθος ότι ένας Φραγκιαδάκης (της μίας από τις δύο οικογένειες που ενεπλάκησαν στην υπόθεση) να πάει και να χτίσει σπίτι σε γειτονιά με πολλούς Καργάκηδες (η άλλη οικογένεια);

Η κυρία Ευγενία, παρότι προερχόμενη από γενιά Καργάκηδων, λέει πως όχι.
«Αυτό το σπίτι ήταν κάποτε του αδελφού μου. Εχουμε κάνει τη βάφτιση της κόρης μας εκεί στη βεράντα. Κανονικά, ο καθένας πρέπει να μπορεί να πάρει ένα σπίτι όπου θέλει και μπορεί. Και του μπαμπά μου το σπίτι, Φραγκιαδάκης το αγόρασε».
Ο κ. Γιώργος εργάστηκε ως ναυτικός. Η κ. Ευγενία ως νοσοκόμα στο Βενιζέλειο νοσοκομείο. Εκαναν τέσσερα παιδιά και τα μεγάλωσαν στο Ηράκλειο για να μπορεί η κ. Ευγενία να βρίσκεται κοντά στη δουλειά της. Κάποιες φορές έκανε να δει τον άντρα της ακόμα και δύο χρόνια.
Τα παιδιά σπούδασαν, παντρεύτηκαν, άνοιξαν τα δικά τους σπίτια. Ο Γιώργος και η Ευγενία έχουν μέχρι και δισέγγονο.
Το ζευγάρι μετά από 45 χρόνια απουσίας επέστρεψε στο χωριό του και ανακαίνισε το πατρικό σπίτι του κ. Γιώργου.
Ο πατέρας του καλλιεργούσε ελιές και ο πατέρας της κ. Ευγενίας ήταν κτηνοτρόφος. Και οι δύο οικογένειες ζούσαν φτωχικά.
Στη βεντέτα του 1955 ο κ. Γιώργος ήταν μόλις πέντε ετών. Εκτοτε, για μισό αιώνα τα πράγματα ησύχασαν. Τουλάχιστον, ησύχασαν με τον τρόπο που το αντιλαμβάνονται οι κάτοικοι των ορεινών χωριών του Ψηλορείτη – «προβλήματα και αντιδικίες στα χωριά πάντα υπάρχουν» λέει ο κ. Γιώργος.
Επιδοτήσεις, όπλα και 4×4
«Για αυτό που έγινε τώρα λένε “βεντέτα”. Δεν είναι βεντέτα. Για την ώρα, είναι ένα περιστατικό. Πήγαν οι άνθρωποι και παραδόθηκαν στην αστυνομία. Βέβαια, πρέπει να βρεθούν και τα όπλα» λέει ο κ. Γιώργος και συμπληρώνει: «Δεν είναι όπως οι παλιές βεντέτες. Και αυτό γιατί υπάρχουν όλα αυτά τα όπλα στα χωριά. Μπορώ εγώ να πω ότι το χωριό μου δεν έχει όπλα;» αναρωτιέται ο κύριος Γιώργος. Και συνεχίζει: «Ποιος τα φέρνει; Αυτοί που ξέρουν, κάνουν τα στραβά μάτια και τ’ αφήνουν να μπαίνουν στην Κρήτη».
«Οι γονείς μας δεν τα θέλαν τα όπλα», συνεχίζει η κυρία Ευγενία.
«Παλιά υπήρχαν 10 πιστόλια, τουφέκια ή όπλα που είχαν μείνει από τον πόλεμο. Τα βαριά όπλα ξεκίνησαν να μπαίνουν στην Κρήτη τις τελευταίες δεκαετίες. Η κατάσταση χάλασε εδώ και 20 χρόνια όταν άρχισαν να δίνουν τις επιδοτήσεις. Πολλοί στο νησί, τις κάνουν όπλα και 4×4» συνεχίζει ο κ. Γιώργος.
Πόλεμος, όχι βεντέτα
Ο Ιωάννης Μαλανδράκης, δήμαρχος Πλατανιά, ο οποίος ήταν παρών στην κηδεία της 56χρονης Ευαγγελίας Φραγκιαδάκη στο χωριό Αλικιανός σημειώνει πως αυτό που συνέβη στα Βορίζια είναι πόλεμος όχι βεντέτα.
«Αυτό πρέπει να προβληματίσει: Πώς βρέθηκαν 2.000 σφαίρες στα Βορίζια; Στην Κρήτη είναι συνηθισμένο το φαινόμενο της οπλοφορίας, της οπλοχρησίας και της οπλοκατοχής. Προσωπικά στις κοινωνικές εκδηλώσεις, όταν συμβαίνει αυτό, αποχωρώ από την εκδήλωση. Οι Κρητικοί κάποτε οπλοφορούσαν λόγω των επαναστάσεων. Τις τελευταίες δεκαετίες όμως, η οπλοφορία έχει γίνει μέσο προβολής. Και αυτό δημιουργεί έναν ανταγωνισμό για το ποιος θα έχει το καλύτερο όπλο. Σιγά σιγά αυτό εξαλείφεται. Υπάρχουν όμως ακόμα μερικοί σκληροί πυρήνες στην Κρήτη που δεν ακολουθούν αυτή τη τάση μείωσης των όπλων».
«Και οι μπαλωθιές;» ρωτάμε τον κ. Γιώργο «είναι σωστό αυτό το έθιμο;».
«Αμα θες να παίξεις μπαλωθιές, δεν θα τις παίξεις εκεί όπου είναι ο κόσμος. Θα τις παίξεις πιο κει, ξεμέθυστος. Oταν αρχίζει το ποτό, τα όπλα πρέπει να κρύβονται. Το έθιμο το θέλω. Παν μέτρον άριστον».
«Εφυγα από το σχολείο νύχτα, κυνηγημένος»
Ο Γιάννης Πράπας, εκπαιδευτικός και διευθυντής σήμερα σε δημοτικό σχολείο στην Αθήνα, υπηρέτησε ως διευθυντής του δημοτικού σχολείου Βοριζίων τη διετία 2008-2010. Ο ίδιος έκανε λόγο για μια τραυματική – «δύσκολο να τη συλλάβει κανείς» – εμπειρία.
Περιγράφοντας γεγονότα από εκείνη τη θητεία λέει: «Το χωριό ήταν πολύ απομονωμένο. Οι εκπαιδευτικοί είχαμε όρεξη και κέφι να κάνουμε πολλά. Ομως στο τέλος, τίποτα δεν δούλεψε. Οι άνθρωποι εκεί φοβούνται ότι θα τους κάνεις παρέμβαση και θα τους αλλάξεις».
»Είχα μαθητές που δεν είχαν δει ποτέ τη θάλασσα. Eπεισα τους γονείς τους να πάμε τα παιδιά μια εκδρομή στη Φαιστό και στα Μάταλα, όμως πιο πολύ δυσκολεύτηκα να πείσω το τουριστικό πρακτορείο να έρθει ως το χωριό. Φοβόταν ο οδηγός του λεωφορείου να μπει στα Βορίζια. Βάζαμε πετρέλαιο θέρμανσης και έρχονταν κάποιοι και έσπαγαν την κλειδαριά και έκλεβαν το πετρέλαιο».
Ο κ. Πράπας νιώθει θυμό που η Πολιτεία δεν θέλει να δει το πρόβλημα, αφήνοντας παράλληλα τους εκπαιδευτικούς μόνους κι εκτεθειμένους. «Δεν μας προστάτευε η υπηρεσία μας. Δεν μας προστάτευε κανείς. Απευθυνθήκαμε σε όλους – στους συνδικαλιστές, στη Νομαρχία, στο υπουργείο Παιδείας. Ερχονταν δάσκαλοι από τη Θεσσαλία ή τη Θεσσαλονίκη για παράδειγμα, για να πάρουν τα “πολυπόθητα” 11 μόρια και στα μέσα της χρονιάς έψαχναν τρόπο να φύγουν. Οι δάσκαλοι στέλνονται εκεί ανενημέρωτοι».
Φωνάξαμε κοινωνική λειτουργό και την πρώτη μέρα που ήρθε στο σχολείο, της κατέστρεψαν το αμάξι. Κάθε νέος δάσκαλος που ερχόταν στο σχολείο, του πέταγαν ένα βαρέλι από απόσταση προς το αυτοκίνητο. Και στους αστυνομικούς το ίδιο. Οι δάσκαλοι βρισκόμασταν υπό διαρκή κίνδυνο».
«Ολα ξεκινούν απ’ τις μανάδες»
Ο κ. Πράπας, θυμάται ακόμα πως τα όπλα έβγαιναν για ασήμαντες αφορμές. «Γιατί δεν ήθελες να φας όλο το φαγητό στο τραπέζι που σου έκαναν. Γιατί δεν πήγες στο τραπέζι που σε κάλεσαν ενώ είχες αποδεχτεί την πρόσκληση της άλλης οικογένειας. Μια φορά με κυνήγησαν με ένα λοστό και μπήκα για να γλυτώσω στο σούπερ μάρκετ του χωριού».
Ο εκπαιδευτικός στέκεται ιδιαίτερα στην εξής πτυχή της ιστορίας: «Κόντρα προϋπήρχε ανάμεσα στις οικογένειες, όμως οι μανάδες είναι αυτές που μπολιάζουν τα παιδιά με μίσος. Oλα ξεκινoύν από τις μητέρες. Τα παιδιά έπαιζαν χώρια στο προαύλιο και όποτε ανακατεύονταν μεταξύ τους, άρχιζε ο πετροπόλεμος. Eλεγαν στα παιδιά τους να τραμπουκίζουν τους δασκάλους».
Για να αλλάξει αυτή η σκοτεινή κατάσταση, ο κ. Πράπας θεωρεί πως απαιτείται μια οργανωμένη παρέμβαση. «Εμείς είχαμε σκεφτεί μέχρι και να κλείσει εκείνο το σχολείο και τα παιδιά να ανακατευτούν με τον μαθητικό πληθυσμό άλλων σχολείων για να αλλάξουν παραστάσεις. Ωστε να μην διαιωνίζεται το μίσος. Οταν εξέφρασα αυτή τη σκέψη σε ένα δημοτικό συμβούλιο, με απείλησαν. Πήγα στο σχολείο στις 5 το πρωί, παρέδωσα σφραγίδες και κλειδιά και έφυγα νύχτα, κυνηγημένος».
Ο κ. Χαραλαμπάκης δεν έχει μόνο θυμό αλλά και λύπη. «Το χωριό μου δεν είναι αυτό που δείχνουν στις ειδήσεις. Εχουμε ιστορία, υπέροχους μουσικούς, βγάζουμε ένα από τα καλύτερα μέλια της Ελλάδας».
Τώρα στρέφει και ο ίδιος το βλέμμα του στις μητέρες. «Τί θα διδάξουν τώρα τα παιδιά τους; Γιατί και η μία πλευρά έχει πόνο και η άλλη. Αλλά όλο αυτό πρέπει να σταματήσει εδώ».
Πηγή: in.gr
Διαβάστε ακόμη: Βορίζια: Αρνήθηκε κάθε εμπλοκή ο γαμπρός του 39χρονου – Έρευνες για την έκρηξη και τα όπλα





