Με ένα άρθρο του, ο πρώην Διευθύνοντος Συμβούλου του Οργανισμού Ανάπτυξης Κρήτης, Φώτης Καζάσης, επιχειρεί – σύμφωνα με τον ίδιο – να ρίξει φως στις χρόνιες παθογένειες του Δημοσίου γύρω από τη διαδικασία απαλλοτριώσεων που συνοδεύει τα μεγάλα έργα υποδομής, με αιχμή τον Βόρειο Οδικό Άξονα Κρήτης (ΒΟΑΚ).
Ο κ. Καζάσης περιγράφει, με τεκμηριωμένα στοιχεία, τη νομοθετική και διοικητική πορεία των απαλλοτριώσεων για τα έργα του ΒΟΑΚ, επισημαίνοντας ότι καθυστερήσεις και αστοχίες στις διαδικασίες ενδέχεται να οδηγήσουν σε τεράστιες οικονομικές επιβαρύνσεις για το Δημόσιο.
Μεταξύ άλλων, αναφέρεται στο τμήμα Χερσόνησος – Νεάπολη, όπου, όπως σημειώνει, οι πρώτες κηρύξεις απαλλοτρίωσης έγιναν μετά την υπογραφή της σύμβασης, γεγονός που ήδη έχει οδηγήσει σε αξιώσεις αποζημιώσεων από τον ανάδοχο, ύψους περίπου 35% του προϋπολογισμού.
Παράλληλα, ο πρώην επικεφαλής του ΟΑΚ σχολιάζει το νέο θεσμικό πλαίσιο που επιτρέπει την υπογραφή συμβάσεων έργων παραχώρησης χωρίς ολοκληρωμένες απαλλοτριώσεις, εκφράζοντας ανησυχία για το ενδεχόμενο νέων καθυστερήσεων και οικονομικών διεκδικήσεων στο μεγαλύτερο έργο της Κρήτης.
«Η αποτυχία στην εκτέλεση του έργου, που ενδεχομένως θα στοιχίσει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, αγγίζει όλους τους εμπλεκόμενους — αλλά κυρίως την πολιτική ηγεσία, που δείχνει να πορεύεται σε “αυτόματο πιλότο”», καταλήγει χαρακτηριστικά ο κ. Καζάζης.
Ακολουθεί το αναλυτικό κείμενο της παρέμβασης του κ. Καζάση
Πρόσφατα πληροφορηθήκαμε από τα ΜΜΕ ότι για το οδικό έργο του ΒΟΑΚ στο τμήμα Νεάπολη – Άγιος Νικόλαος έχουν αναγνωριστεί από το Ελληνικό Δημόσιο στον ανάδοχο του έργου θετικές ζημίες ύψους περίπου 20 εκατ. ευρώ, οι οποίες οφείλονται στη μη έγκαιρη απόδοση των απαλλοτριωμένων εργοταξιακών χώρων. Επιπλέον και για το οδικό έργο του ΒΟΑΚ στο τμήμα Χερσόνησος – Νεάπολη υπάρχει απαίτηση του φορέα υλοποίησης της τάξης των 124 εκατ. ευρώ, επίσης λόγω απαλλοτριώσεων και αρχαιολογικών ερευνών. Και στις δύο περιπτώσεις το Ελληνικό Δημόσιο έχει αναγνωρίσει την υπαιτιότητά του και έχει αποδεχτεί την παράταση της ημερομηνίας παράδοσης του πρώτου έργου κατά 298 ημέρες και του δεύτερου έργου κατά 458 ημέρες.
Επειδή συνήθως τέτοιες αποκλίσεις στην εκτέλεση έργων, που στοιχίζουν στον κρατικό προϋπολογισμό εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ και θέτουν σε επισφάλεια την ομαλή χρηματοδότησή τους, αποδίδονται αόριστα στο Ελληνικό Δημόσιο και στον (αναφερόμενο ως γραφειοκρατικό) τρόπο λειτουργίας του θεωρώ σκόπιμο να επισημανθούν τα εξής:
1) Ήδη από το 2017 με ειδική πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου της τότε Κυβέρνησης εξουσιοδοτήθηκε ο εκάστοτε Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών ή το αρμόδιο υπό αυτόν όργανο ως οι έχοντες την ευθύνη για την κήρυξη των απαιτούμενων απαλλοτριώσεων και τυχόν συμπληρωματικών που θα απαιτούνταν για το έργο του νέου ΒΟΑΚ. Η πράξη αυτή παραμένει και τώρα σε ισχύ. Επισημαίνεται ότι για να κηρυχθεί μια αναγκαστική απαλλοτρίωση θα πρέπει να προηγηθεί η σύνταξη, ο έλεγχος, η έγκριση και η θεώρηση του σχετικού κτηματολογίου και να καθοριστεί η προϋπολογιζόμενη δαπάνη της απαλλοτρίωσης. Η σύνταξη των κτηματολογίων γίνεται από υπεργολάβους μέσω ενεργών συμβάσεων του Υπουργείου ενώ η θεώρηση από τις αρμόδιες διευθύνσεις του.
3) Η καθυστέρηση στη διαδικασία κήρυξης των απαλλοτριώσεων στο τμήμα Χερσόνησος – Νεάπολη, η οποία να σημειωθεί αφορούσε σε τμήμα μήκους περίπου 10% από το συνολικό μήκος όλου του έργου του ΒΟΑΚ, και το ύψος των συνεπαγόμενων αξιώσεων για αποζημιώσεις από τον ανάδοχο δεν φάνηκε να προβλημάτισε ιδιαίτερα τα αρμόδια όργανα και τον πολιτικό τους Προϊστάμενο. Δεν φάνηκε όμως να προβλημάτισε εν γένει ούτε την Κυβέρνηση η οποία τον Απρίλιο του 2025 προχώρησε σε αλλαγή του θεσμικού πλαισίου για τα έργα παραχωρήσεων νομοθετώντας (άρθρο 232 του ν. 5193/2025) ότι με απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών για τα σημαντικά έργα σύμβασης παραχώρησης του Υπουργείου θα επιτρέπεται πλέον η υπογραφή της σύμβασης χωρίς την προϋπόθεση ύπαρξης συντελεσμένων απαλλοτριώσεων. Μέχρι την αλλαγή αυτή και σύμφωνα με τον προηγούμενο νόμο ίσχυε ότι για να υπογραφεί η σύμβαση του έργου θα έπρεπε να έχουν ολοκληρωθεί οι απαραίτητες απαλλοτριώσεις σε ποσοστό τουλάχιστον σε 50%. Το συγκεκριμένο άρθρο ψηφίστηκε μόνο από το κυβερνητικό κόμμα ενώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης καταψήφισαν ή δήλωσαν παρών.
4) Σε εφαρμογή του νόμου που προαναφέρθηκε και χωρίς για μια φορά ακόμη να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε κήρυξη απαλλοτριώσεων υπογράφτηκε, παρουσία του Πρωθυπουργού, στις 9/5/2025 η σύμβαση παραχώρησης για το έργο του ΒΟΑΚ στο τμήμα Κίσσαμος – Χερσόνησος μήκους 186,8χλμ. και προϋπολογισμού περί των 2,057 δις ευρώ. Οι πρώτες κηρύξεις αναγκαστικών απαλλοτριώσεων για επιμέρους τμήματα του συγκεκριμένου έργου άρχισαν να εκδίδονται μόλις τον Σεπτέμβριο 2025. Επισημαίνεται ότι για το έργο αυτό εκκρεμούν δικαστικές προσφυγές στο ΣτΕ ενώ για το τμήμα Κίσσαμος Χανιά δεν έχει ακόμη εγκριθεί η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων.
5) Πρέπει να αναφερθεί ότι στη σύμβαση του έργου του ΒΟΑΚ για το τμήμα Κίσσαμος – Χερσόνησος τίθενται αυστηρά χρονικά πλαίσια ολοκλήρωσης των αναγκαίων απαλλοτριώσεων με αποκλειστική μέριμνα, ευθύνη και δαπάνες του Δημοσίου το αργότερο εντός 12 μηνών από την ημερομηνία έναρξης της παραχώρησης. Επιπλέον υπάρχει η ρητή αναφορά ότι η εκ μέρους του Δημοσίου καθυστέρηση στη διάθεση των τμημάτων του Χώρου Εκτέλεσης του Έργου Παραχώρησης, εντός των προαναφερθεισών προθεσμιών αποτελεί Γεγονός Καθυστέρησης ή /και Γεγονός Ευθύνης του Δημοσίου. Μένει να αποδειχθεί αν και για αυτό το τμήμα του έργου, που είναι το μεγαλύτερο και αυτό που υλοποιείται με το αυστηρό θεσμικό και οικονομικό πλαίσιο των έργων παραχώρησης, θα υπάρξουν και σε τι βαθμό αποκλίσεις στην εκτέλεσή του, γεγονός που αναλογικά με το μέγεθός του μπορεί να οδηγήσει σε επιπλέον απαιτήσεις, από τον φορέα που το εκτελεί, πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ.
Θεωρώ ότι οι επισημάνσεις αυτές οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος λειτουργίας του Δημοσίου, σε ό,τι αφορά στο θεσμικό πλαίσιο των απαλλοτριώσεων στα έργα του ΒΟΑΚ, δεν είναι απλά ούτε γραφειοκρατικός, ούτε ασαφής αλλά ούτε και απρόσωπος. Πλέον των αρμόδιων υπηρεσιών υπάρχει η θεσμοθετημένη ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Μεταφορών αλλά και εν γένει της Κυβέρνησης που νομοθετεί.
Η αποτυχία στην εκτέλεση του έργου, η οποία ενδεχομένως θα στοιχίσει εκατοντάδες εκατομμύρια στον κρατικό προϋπολογισμό, αγγίζει όλους τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία των απαλλοτριώσεων αλλά ιδιαίτερα την πολιτική ηγεσία η οποία, στην καλόπιστη εκδοχή, ελλείψει διαχειριστικής και γνωστικής επάρκειας αναλίσκεται σε μια λογική «αυτόματου πιλότου» μεταθέτοντας, αλόγιστα, την αντιμετώπιση τόσο κρίσιμων οικονομικών θεμάτων για το κοντινό ή το λίγο πιο μακρινό μέλλον. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται…»





