Eurostat: Το ακριβότερο σπίτι είναι… το ελληνικό

Χανιά_Ψηλά

Η νέα έκθεση της Eurostat για τη στέγαση στην Ευρώπη σκιαγραφεί ένα ιδιαίτερα δυσμενές τοπίο για την Ελλάδα. Παρά τη δεκαετία μειωμένων τιμών στα ακίνητα, η χώρα εξακολουθεί να καταγράφει ορισμένους από τους χειρότερους δείκτες προσιτότητας, ποιότητας και ενεργειακής επάρκειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σε μια Ευρώπη που μεταβάλλεται ταχύτατα ως προς τον τρόπο ζωής και τη λειτουργία της αγοράς κατοικίας, η Ελλάδα αναδεικνύεται ως η πλέον επιβαρυμένη χώρα, με το κόστος στέγασης να ασκεί μεγαλύτερη πίεση στα νοικοκυριά σε σχέση με κάθε άλλο κράτος-μέλος.

Το υψηλότερο στεγαστικό βάρος στην Ευρώπη

Το 2024, η Ελλάδα αναδείχθηκε «πρωταθλήτρια» στην επιβάρυνση των νοικοκυριών από το κόστος στέγασης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat το 29% των κατοίκων στις πόλεις ζούσαν σε νοικοκυριά όπου η δαπάνη στέγασης «καταπίνει» πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος. Στις αγροτικές περιοχές, το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει το 28%, επίσης το υψηλότερο στην ΕΕ.

Ενδεικτικά, ο μέσος όρος στην Ευρώπη βρίσκεται στο 10% για τις πόλεις και στο 6% για την ύπαιθρο.

Ακόμη πιο χαρακτηριστικό της ελληνικής ιδιαιτερότητας είναι ότι τα νοικοκυριά δαπανούν το 36% του συνολικού εισοδήματός τους για τη στέγαση – το υψηλότερο ποσοστό στην Ένωση, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ δεν ξεπερνά το 19%. Πρόκειται ίσως για τον πιο σαφή δείκτη της «στεγαστικής κρίσης» που αντιμετωπίζει η χώρα.

Ενεργειακή φτώχεια: Η Ελλάδα πρώτη στην αδυναμία θέρμανσης

Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο ανησυχητική όταν εξετάζεται η ενεργειακή επάρκεια των νοικοκυριών.

Το 2024, το 19% των Ελλήνων δήλωσε ότι δεν μπορούσε να κρατήσει το σπίτι του επαρκώς ζεστό – το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη μαζί με την Βουλγαρία όπου κι εκεί το ποσοστό βρισκόταν στο 19%.

Σε χώρες του ευρωπαϊκού βορρά και του κέντρου, όπως η Φινλανδία, η Σλοβενία και η Πολωνία, το αντίστοιχο ποσοστό υποχωρεί κάτω από το 3%.

Το εύρημα αυτό αναδεικνύει τη σύνδεση μεταξύ ακριβής ενέργειας και παλαιωμένου κτιριακού αποθέματος, διαμορφώνοντας έναν φαύλο κύκλο που πλήττει δυσανάλογα τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα.

Περιορισμένος χώρος, ελλιπείς ανακαινίσεις

Παρότι η Ελλάδα εμφανίζει χαμηλότερα ποσοστά υπερπληθυσμού στα αστικά κέντρα σε σχέση με πολλές χώρες της Ευρώπης, το πρόβλημα δεν αφορά τόσο το μέγεθος των κατοικιών όσο την συνολική τους ποιότητα.

Μόλις 13% των Ελλήνων ζουν σε «μεγάλη» ή «άνετη» κατοικία, έναντι 33% κατά μέσο όρο στην ΕΕ. Το στοιχείο αυτό αποτυπώνει μια πραγματικότητα: Πολλά νοικοκυριά βρίσκονται σε κατοικίες χωρίς ενεργειακή αναβάθμιση, με ελλιπή μόνωση και ανεπαρκείς υποδομές.

Γίνεται εμφανές πως η στέγαση στη χώρα παραμένει και μη προσιτή και χαμηλής ποιότητας – παρά το γεγονός ότι οι τιμές ακινήτων δεν εκτοξεύθηκαν όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Έκρηξη ληξιπρόθεσμων οφειλών

Το πρόβλημα στο «πορτοφόλι του νοικοκυριού» αποτυπώνεται ξεκάθαρα και στις οφειλές προς τράπεζες και φορείς κοινής ωφέλειας.

Το 2024, το 43% των Ελλήνων ζούσε σε νοικοκυριά με ληξιπρόθεσμες πληρωμές και λογαριασμούς σε στεγαστικά δάνεια, ενοίκια ή λογαριασμούς – ποσοστό που έχει αυξηθεί σημαντικά από το 31% του 2010.

Καμία άλλη χώρα της ΕΕ δεν παρουσιάζει αντίστοιχη εικόνα. Για σύγκριση, μετά την Ελλάδα ακολουθούν η Βουλγαρία με 19% και η Ρουμανία με 15%, ενώ στα χαμηλότερα επίπεδα της Ένωσης βρίσκονται η Τσεχία (3%), καθώς και η Ολλανδία και η Πολωνία με 4%. Την ίδια περίοδο, ο μέσος όρος ληξιπρόθεσμων οφειλών των νοικοκυριών στην ΕΕ συνολικά μειώθηκε από 12% σε 9%.

Παράλληλα, η Ελλάδα μαζί με την Κύπρο είναι οι μόνες χώρες της ΕΕ όπου οι τιμές κατοικιών το 2024 παρέμεναν χαμηλότερες σε σχέση με το 2010. Ωστόσο, η πτώση αυτή δεν οδήγησε σε ουσιαστική βελτίωση της πρόσβασης σε ακίνητα, καθώς συνοδεύτηκε από έντονη άνοδο των ενοικίων την τελευταία πενταετία και επιβαρύνθηκε από το γεγονός ότι τα εισοδήματα αυξήθηκαν με πολύ βραδύτερο ρυθμό. Με άλλα λόγια, η ελληνική αγορά κατοικίας δεν έγινε πραγματικά φθηνότερη, αλλά ουσιαστικά πιο δυσλειτουργική.

Υποτονική οικοδομική δραστηριότητα

Επιπλέον, η χώρα καταγράφει και μία από τις πιο χαμηλές επιδόσεις στην οικοδομική δραστηριότητα. Το 2024, ο κατασκευαστικός κλάδος αντιστοιχούσε μόλις στο 2,6% του ΑΕΠ, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη, ενώ οι επενδύσεις στη στέγαση κυμάνθηκαν επίσης στο 2,6% του ΑΕΠ, έναντι 5,3% στον μέσο όρο της ΕΕ.

Η χαμηλή αυτή δραστηριότητα μεταφράζεται σε περιορισμένο αριθμό νέων κατοικιών και μικρή ανανέωση του κτιριακού αποθέματος, σε μια περίοδο όπου η ζήτηση ενισχύεται τόσο από μόνιμους κατοίκους όσο και από φοιτητές και τουριστικές βραχυχρώνιες μισθώσεις (βλ. AirbnbBooking).

Η έρευνα της Eurostat αποτυπώνει μια στεγαστική πραγματικότητα που δεν οφείλεται σε μεμονωμένες στρεβλώσεις, αλλά σε βαθιές και δομικές αδυναμίες. Το ελληνικό στεγαστικό πρόβλημα διαμορφώνεται από έναν συνδυασμό αλληλένδετων παραγόντων: Το εξαιρετικά υψηλό κόστος στέγασης σε σχέση με το εισόδημα, την πρωτιά στην ενεργειακή φτώχεια, τη σημαντική αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών, το γηρασμένο κτιριακό απόθεμα, την υποτονική οικοδομική δραστηριότητα σε σχέση με τις ανάγκες και τις χαμηλές επενδύσεις στη στέγαση, αλλά και την άνοδο των ενοικίων που ενισχύεται από τις πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης.

Πηγή: ΗΜΕΡΗΣΙΑ 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ειδήσεις σήμερα

Μπορεί να σας ενδιαφέρουν