Οι επιστήμονες υπολόγισαν τις ετήσιες αλλαγές στον όγκο του πάγου με τη χρήση δορυφόρων που έχουν τη δυνατότητα να καταγράφουν μέσα από τα πυκνά σύννεφα κατά τη διάρκεια των ατελείωτων πολικών νυχτών
Πάνω από το 40% των παγονησίδων της Ανταρκτικής έχει συρρικνωθεί από το 1997, με σχεδόν το ήμισυ εξ αυτών να μην παρουσιάζουν «σημεία ανάκαμψης», σύμφωνα με νέα έρευνα που συνδέει το φαινόμενο με την κλιματική κατάρρευση.
Επιστήμονες στο Πανεπιστήμιο του Λιντς υπολόγισαν πως 67 τρισ. τόνοι πάγου χάθηκαν στα δυτικά της Ανταρκτικής, ενώ σχηματίστηκαν στα ανατολικά 59 τρισ. τόνοι μεταξύ 1997-2021. Αποτέλεσμα, μια καθαρή απώλεια 7,5 τρισ. τόνων πάγου.
Σημειώνεται πως τα ζεστά νερά στη δυτική πλευρά της Ανταρκτικής λιώνουν τον πάγο, τη στιγμή που στα ανατολικά οι παγονησίδες (σ.σ.: ice shelves, η οποιαδήποτε μάζα επιπλέοντος πάγου που φέρει επίπεδη οροφή) παρέμειναν οι ίδιες ή επεκτέθηκαν, καθώς τα νερά στην περιοχή είναι ψυχρότερα.
Οι παγονησίδες βρίσκονται στο χείλος του κάθε παγετώνα και επιβραδύνουν τον ρυθμό ροής τους προς τον ωκεανό. Οταν συρρικνώνονται, οι παγετώνες απελευθερώνουν μεγαλύτερες ποσότητες γλυκού νερού στη θάλασσα, γεγονός που μπορεί να διαταράξει τα ρεύματα του Νότιου Ωκεανού.
«Υπάρχει μια μεικτή εικόνα της κατάστασης επιδείνωσης των παγονησίδων και αυτό έχει να κάνει με την ωκεάνια θερμοκρασία και τα ρεύματα γύρω από την Ανταρκτική», εξηγεί ο δρ Μπέντζαμιν Ντέιβισον, επικεφαλής της έρευνας που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Scientific Advances.
«Το δυτικό μισό είναι εκτεθειμένο σε θερμό νερό, το οποίο μπορεί να διαβρώσει γρήγορα το κάτω μέρος των παγονησίδων, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής Ανταρκτικής προστατεύεται σήμερα από τα θερμά νερά λόγω μιας ζώνης ψυχρών παράκτιων υδάτων», σημειώνει.
Οι επιστήμονες υπολόγισαν τις ετήσιες αλλαγές στον όγκο του πάγου με τη χρήση δορυφόρων που έχουν τη δυνατότητα να καταγράφουν μέσα από τα πυκνά σύννεφα κατά τη διάρκεια των ατελείωτων πολικών νυχτών.
Εξέτασαν πάνω από 100.000 εικόνες από το Διάστημα, αναλύοντας την υγεία των παγονησίδων, η οποία μπορεί να έχει επιπτώσεις και στον υπόλοιπο πλανήτη.
Πηγή:Guardian – in.gr