Ένας σπουδαίος ηθοποιός. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, αλλά μεγάλωσε στη Μασσαλία κι έτσι όταν ήρθε στην Ελλάδα, σε ηλικία 20 ετών (1935), ήξερε καλύτερα γαλλικά και αιγυπτιακά, απ’ ότι ελληνικά. Σπούδασε εμπορικές επιστήμες σε βρετανική σχολή ώστε να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του.
Μετά το στρατό, αναγκάζεται να δουλέψει και να αλλάξει αρκετές δουλειές. «Σαν ξυραφάκια» έχει πει χαρακτηριστικά. Από ασφαλιστικά γραφεία μέχρι γραφεία αυτοκινήτων, τίποτε όμως που να αφορούσε το θέατρο.
Η αγάπη του για την υποκριτική όμως δεν άφησε τον Ντίνο Ηλιόπουλου να στεριώσει σε καμία από αυτές. Σε ηλικία που άλλοι έχουν κατασταλάξει προ πολλού επαγγελματικά, εκείνος αποφάσισε να γίνει ηθοποιός.
Η πρώτη εμπειρία ήταν σχεδόν… τραυματική. Έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του τότε Βασιλικού Θεάτρου με ένα ποίημα του Καβάφη, αλλά στο δεύτερο στίχο του είπαν «φτάνει». Θεωρήθηκε ότι δεν διέθετε τον απαραίτητο, για την εποχή, στόμφο και το ανάλογο παράστημα.
Η αποτυχημένη απόπειρα δεν τον πτόησε. Πεισμωμένος και αποφασισμένος να πετύχει, γράφτηκε στην ιδιωτική σχολή του διεθνούς φήμης διευθυντή του Θεάτρου «Σάρα Μπερνάρ», Γιαννούλη Σαραντίδη, που είχε έρθει στην Αθήνα πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το ξεκίνημά του στο θεατρικό σανίδι το έκανε το 1944, στο έργο του Λέο Λεντς, «Κυρία, σας αγαπώ». Αργότερα θα παίξει στους θιάσους της Μαρίκας Κοτοπούλη, της Μαίρης Αρώνη, του Δημήτρη Χορν και άλλων, αποσπώντας τα εγκωμιαστικά σχόλια μεγάλων ηθοποιών της εποχής, όπως του Βασίλη Λογοθετίδη, που τον αποθέωσε για μία ερμηνεία του ως κλόουν.
Μεγάλη προσωπική του επιτυχία ήταν όταν κατάφερε να κλέψει το χειροκρότημα από τη Μελίνα Μερκούρη με το μικρορολάκι που είχε στην παράσταση της μεγάλης ηθοποιού «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα».
Εκεί πρωτοτραγούδησε τέσσερις στίχους ενός επίσης νεαρού και άσημου συνθέτη, κάποιου… Μάνου Χατζιδάκι, που έκανε κι εκείνος το δικό του δειλό ντεμπούτο. «Καμαρώνω λοιπόν για την τιμή που είμαι ο πρώτος του τραγουδιστής», θα πει αργότερα ο Ηλιόπουλος, για να συνεχίσει με τον γνώριμο αυτοσαρκασμό του: «Και ο μόνος που δεν του εμπιστεύτηκε τίποτε άλλο»!
Το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο θα έρθει το 1948 με την ταινία «Εκατό χιλιάδες λίρες». Από το 1954 ξεκινάει η συνεργασία του με τον παντοτινό φίλο του Μίμη Φωτόπουλο, τόσο ως καλλιτεχνικό δίδυμο όσο και ως συνθιασάρχες. Την ίδια περίοδο ερωτεύεται και παντρεύεται, για να χωρίσει σύντομα, μια θαυμάστριά του.
Η φήμη του ως ανυπέρβλητου κωμικού εξαπλώνεται στο ευρύ κοινό και την ίδια ώρα αυτή του καρδιοκατακτητή σε… ειδικό. Η θυελλώδης σχέση του με την κατά περίπου 30 χρόνια νεότερη του Άννα Φόνσου, δεν θα έχει αίσιο τέλος. Εκείνος δεν θέλει να την παντρευτεί και η νεαρή τότε ηθοποιός πέφτει τελικά στην αγκαλιά του επιχειρηματία Κώστα Παλτόγλου, χορηγού του θεάτρου στο οποίο έπαιζαν οι δυο τους.
«Παντρεύτηκα χωρίς να του το πω. Το έμαθε από τις εφημερίδες και αργότερα του ζήτησα 1000 φορές συγνώμη», εξομολογήθηκε χρόνια αργότερα, σε συνέντευξη της, η Φόνσου.
Τη δεκαετία του ’60 ο Ηλιόπουλους έκανε περιοδείες σε όλη την Ελλάδα γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία, ενώ και οι ταινίες του γέμιζαν τους κινηματογράφους της εποχής. Το 1963 ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην καριέρα του, ως επιχειρηματίας και θιασάρχης, στο Θέατρο Γκλόρια.
Παρότι οι παραστάσεις πάνε συνήθως καλά, ξοδεύει υπέρογκα ποσά για να βοηθήσει επίδοξους συναδέλφους του και τα οικονομικά του πάνε από το κακό στο χειρότερο. Προσλάμβανε πλήθος αχρείαστων ηθοποιών και συντελεστών μόνο και μόνο για να δίνει μεροκάματα σε κόσμο, ενώ έκανε κάτι ανήκουστο για την εποχή, πληρώνοντας ακόμα και τις πρόβες ων ηθοποιών.
Επιπλέον, παρότι φίρμα πια, ήταν κάκιστος στη διαπραγμάτευση της αμοιβής του στις ταινίες όπου συμμετείχε. «Αισθάνομαι ότι πάντα λείπει ένα μηδενικό από την αξία μου στο τέλος του αριθμού της αμοιβής μου», είχε πει. Και κάπως έτσι επήλθε η πτώχευση.
Το 1966, μετά την παταγώδη αποτυχία ενός δικού του έργου («Κονσέρτο για Τρομπόνι»), μένει πανί με πανί. Αποφασίζει να ξενιτευτεί στην Αμερική για να τα βγάλει πέρα και να συντηρήσει την οικογένειά του. Από το 1963 είχε παντρευτεί την αυστριακή καλλονή Χίλντεργκαρντ Βίντσερ, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, τη Χίλντα και την Εβίτα.
Επί ενάμιση χρόνο, πρωτοφανές διάστημα για ελληνικό θίασο, περιοδεύει σε 60 πόλεις των ΗΠΑ και του Κανάδα με τα έργα «Ζητείται ψεύτης», του Δημήτρη Ψαθά και τις «Θεσμοφοριάζουσες», του Αριστοφάνη.
Όταν επιστρέφει στην Ελλάδα, τα πάντα μοιάζουν σα να μην πέρασε μια μέρα. Συνέχισε να γράφει ιστορία σε θέατρο και κινηματογράφο, άλλοτε σαν απογοητευμένος εραστής κι άλλοτε σαν τίμιος «ανθρωπάκος», χρησιμοποιώντας την τεχνική της μαριονέτας και φέρνοντας στη σκηνή ένα δικό του φυσικό κόμπιασμα στη φωνή.
Καθιέρωσε μια εντελώς προσωπική ερμηνεία στους ρολους του, χρησιμοποιώντας τυποποιημένα τερτίπια, χωρίς να είναι τυποποιημένος ηθοποιός, όπως απέδειξε περίτρανα σε μη κωμικές παραστάσεις, αλλά και στην ταινία – σταθμό της καριέρας του, το «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου, το 1956.
«Έχει κατασκευάσει έναν κωμικό κώδικα τελείως προσωπικό, ύστερα από μελέτη των προσόντων του και των ελαττωμάτων του. Μεγάλοι κωμικοί είναι εκείνοι που, κωδικοποιώντας τα μέσα τους, εξαίρουν -υπερτονίζοντας, υπογραμμίζοντας- το ελάττωμά τους. Αυτή η μέθοδος απαιτεί ένστικτο και μεγάλη φαντασία, δύο προσόντα που διαθέτει αφειδώλευτα ο Ηλιόπουλος», έχει γράψει για το «φαινόμενο» Ηλιόπουλος ο Κώστας Γεωργουσόπουλος.
«Το γράψιμο αυτού του βιβλίου το τελείωσα πρόσφατα. Δεν φταίω εγώ αν στον επόμενο τόνο, ώσπου να ‘ρθει δηλαδή στα χέρια σας, όσα σημερινά γράφω θα έχουν γίνει χθες. Ο χρόνος. Έτσι και τον πετύχω πουθενά αυτόν! Είναι ο πιο αχάριστος τρομοκράτης. Ενώ εμείς τον κάνουμε βιντεοθήκη, αυτός προτιμάει να μας ξεπετάξει με μια Πολαρόιντ. Τρία πράγματα δεν θυμάμαι ποτέ: Πρώτον: ονόματα. Δεύτερον: ημερομηνίες. Τρίτον: το ξέχασα…»
Το απόσπασμα είναι από την τελευταία σελίδα της αυτοβιογραφίας του, που εκδόθηκε 12 χρόνια πριν από το θάνατό του (2001), με τίτλο: «Ένας Ηλιόπουλος ονόματι Ντίνος». Στο βιβλίο αναφέρει πολλά για την πορεία και την καριέρα του, λίγα όμως για την ιδιότητα του ανθρώπου που λάτρεψε και λατρεύτηκε από το ωραίο φύλο.
Επί αυτού αναφέρθηκε στην επιγραφή της «τελευταίας κατοικίας» του, επιδεικνύοντας εις τον αιώνα τον άπαντα το απαράμιλλο χιούμορ του. «Με συγχωρείτε κυρίες μου που δεν μπορώ να σηκωθώ». Λίγο πριν το τέλος του ο Ηλιόπουλος, επανέλαβε στη γυναίκα του Χίλντα και τις κόρες του Εβίτα και Χίλντεγκαρντ την τελευταία του επιθυμία: Να φορούν όλοι λευκά στην κηδεία του και να ακούγεται τζαζ. Ήθελε να τον θυμούνται όλοι, έτσι όπως έζησε: Με χαρά…
Πηγή: menshouse.gr