«Εδώ είναι το ταξίδι». Μια ευκαιρία να ανακαλύψουμε ξανά τα τραγούδια του Νίκου Πορτοκάλογλου μέσα από τη συμφωνική τους διάσταση, μια συνάντηση μουσικών από διαφορετικές γενιές: από τη γενιά του 1980 στην οποία ανήκει ο ίδιος, μέχρι τις γενιές του σήμερα που εκπροσωπούνται από τη Χορωδία του Πειραματικού Μουσικού Γυμνασίου – Λυκείου Παλλήνης και το συμφωνικό σύνολο Underground Youth Orchestra και την ηλεκτρική μπάντα, τους Ευγενείς Αλήτες. Με τον Νίκο Πορτοκάλογλου τραγουδούν η νέα ερμηνεύτρια Μυρτώ Βασιλείου, ο πολυτάλαντος συνεργάτης του Βύρων Τσουράπης και ο Γιώργος Περρής ως εκλεκτός καλεσμένος.
Η συναυλία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο του 2022 με τίτλο «Επίσημο ένδυμα» και βασίζεται σε πρόταση του Κέντρου Πολιτισμού Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας μέσω της Άννας Μυκωνίου και του Aθανάσιου Κολαλά, ο οποίος σκηνοθετεί τη μουσική παράσταση. Μαέστρος ο Κωνσταντίνος Δημηνάκης, στις ενορχηστρώσεις οι Πάνος Κοσμίδης, Κωνσταντίνος Παγιάτης και Κωνσταντίνος Δημηνάκης. Εδώ είναι το ταξίδι. Φτάνοντας έξω από το σπίτι του Νίκου Πορτοκάλογλου στο Χαλάνδρι, η γάτα του μας υποδέχεται πρώτη. Παρέα με τσάι και σοκολατάκια, ανάμεσα σε κλικ και ντριν, η φωνή που μας συντροφεύει πολλά χρόνια έχει τόσα να πει και να μοιραστεί…
Ανοίξατε το «Μουσικό Κουτί» στην ΕΡΤ, έναν άλλον δρόμο για το τι σημαίνει τηλεόραση με αισθητική. Πώς αισθάνεστε τώρα που κλείνετε αυτό το κουτί;
Καταρχάς να ξεκαθαρίσω ότι το «Μουσικό Κουτί» δεν «κόβεται». Γιατί διάβασα δημοσιεύματα ότι η ΕΡΤ κόβει την εκπομπή. Κανείς δεν κόβει το «Κουτί», δική μου απόφαση ήταν. Αισθανόμουν από πέρυσι ότι ο κύκλος κλείνει – είναι η 4η χρονιά φέτος. Και κλείνει για πολλούς λόγους. Νιώθω ότι όλοι οι καλλιτέχνες που ήθελαν να έρθουν, που στήριξαν την εκπομπή, ήρθαν μια και δυο φορές, και κάναμε ενδιαφέροντα πράγματα που λίγο πολύ εξαντλήθηκαν. Οπότε δεν θέλω να αρχίσει μια επανάληψη, να χάσω την όρεξή μου λόγω κούρασης πια και να χαμηλώσουμε τον πήχη. Σε όλες τις δουλειές, σε όλα τα πράγματα που κάνουμε, πρέπει να ξέρεις και πού τελειώνουν και πότε πρέπει να προχωρήσεις σε κάτι άλλο. Το «άλλο», βέβαια, σε αυτή την περίπτωση δεν είναι κάποια άλλη τηλεοπτική εκπομπή, εννοείται.
Είναι δίσκος;
Ναι, είναι ο δίσκος που έχω ξεκινήσει πριν από 4 χρόνια και ακόμα πολεμάω να τελειώσω. Ελπίζω ότι θα τον έχω έτοιμο μέχρι το καλοκαίρι. Είναι η πρώτη φορά που μου παίρνει τόσα πολλά χρόνια να κάνω δίσκο. Τον τελευταίο τον έκανα το 2017, δηλαδή πριν επτά χρόνια. Δεν μου έχει ξανασυμβεί αυτό. Και συνέβη ακριβώς λόγω της εκπομπής. Δεν το μετανιώνω φυσικά γιατί ήταν απίστευτη εμπειρία για μένα, μου έδωσε και μου έμαθε πάρα πολλά, σαν να ξαναπήγα σχολείο. Και, όπως λέω και στην εκπομπή, είναι σχολείο και παιδική χαρά ταυτοχρόνως. Μόνο το γεγονός ότι έμαθα να παίζω στην κιθάρα γύρω στα 3.000 τραγούδια – εντάξει, μερικά από αυτά τα ήξερα και τα έπαιζα για προσωπική μου ευχαρίστηση και για τους φίλους μου, αλλά… 3.000 τραγούδια. Μιλάμε για εξωφρενικό νούμερο. Και το σπουδαιότερο, συναντήθηκα με καλλιτέχνες που θαυμάζω, παλιότερους και νέους, και μοιραστήκαμε πολύτιμες δημιουργικές στιγμές που καταγράφηκαν για πάντα στα αρχεία της Δημόσιας Τηλεόρασης. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;
Δώσατε χώρο σε πολλούς νέους καλλιτέχνες από πολλά διαφορετικά ιδιώματα, δεν είχε συμβεί αυτό ξανά στην τηλεόραση.
Αυτός ήταν από τους πρώτους στόχους που είχα, πήρα μια λευκή επιταγή από την ΕΡΤ, από τον Κωνσταντίνο Ζούλα, ο οποίος μου είπε «θέλω να κάνεις μία μουσική εκπομπή για την ΕΡΤ, αυτή η εκπομπή να μας μείνει και σαν μουσικό αρχείο, σαν αρχείο του ελληνικού τραγουδιού της εποχής μας. Κάνε ό,τι νομίζεις». Οπότε έπρεπε να φτιάξω ένα νέο format. Είχα 2-3 πράγματα στον νου μου, το πρώτο ήταν το «Juke Box», η παράσταση που είχα μόλις ανεβάσει στο «Γυάλινο Μουσικό Θέατρο», που ήταν και η πρώτη φορά που έπαιζα τόσες διασκευές live, οπότε ήρθε και «έδεσε. Γιατί είχα ήδη αρχίσει να παίζω αυτό το παιχνίδι, να ενώνω αγαπημένα μου τραγούδια από διαφορετικούς κόσμους που, όμως, τους αγαπούσα εξίσου, και να κάνω με έναν τρόπο πράξη αυτό που λένε κάποιοι «η μουσική είναι μία». Tο οποίο μπορεί να είναι μία θεωρητική μπούρδα, αν όμως γίνει πράξη έχει και πολύ ενδιαφέρον, πλάκα και πολύ νόημα για μένα. Ένα άλλο κομμάτι που ήθελα να υπάρχει οπωσδήποτε στην εκπομπή ήταν οι εξερευνήσεις, μια ματιά στο τι καινούργιο συμβαίνει σήμερα, τι κινείται κάτω από τα ραντάρ του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Γι’ αυτό και ζήτησα τη βοήθεια του Πάνου Σουρούνη που ήξερα ότι από παλιά ασχολούταν με το θέμα, με το Jumping Fish. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να εξερευνήσει τι νέο κυκλοφορεί στην πόλη και στη χώρα γενικότερα. Το άλλο πράγμα για το οποίο είμαι περήφανος είναι ότι για πρώτη φορά δόθηκε σε μουσική εκπομπή τόσος χώρος στους μουσικούς. Ήθελα εξ αρχής αυτοί οι εξαιρετικοί μουσικοί που επέλεξα για την μπάντα της εκπομπής να είναι συμπρωταγωνιστές και όχι κομπάρσοι κάπου στον φόντο. Πολύτιμοι συνεργάτες ο Γιάννης Δίσκος στις ενορχηστρώσεις και η Ρένα Μόρφη ως συμπαρουσιάστρια. Έγινε ένας τεράστιος κύκλος που δεν τον φαντάστηκα, σκεφτόμουν ότι θα ήταν για μια χρονιά. Μετά ήρθε η δεύτερη, η τρίτη και φέτος είναι η τέταρτη, με λιγότερα επεισόδια, λόγω κούρασης, γιατί είναι ίσως η πιο εντατική και η πιο εξαντλητική δουλειά που έχω κάνει στη ζωή μου. Παρ’ όλο που ήμουν πάντοτε εργατικό παιδί, τώρα ξεπέρασα τα όρια.
Τι ανακαλύψατε για τον εαυτό σας, ως μουσικός, στην εκπομπή;
Σκέφτηκα ότι ο μόνος τρόπος για να λειτουργήσει αυτό θα ήταν να αισθάνομαι ότι είμαι σπίτι μου και ότι μιλάω με τους φίλους μου. Γενικά είμαι άνθρωπος που κλίνω περισσότερο προς την αμφιβολία παρά προς τη σιγουριά. Και αυτό είναι κάτι που βγαίνει και στη δουλειά μου, δηλαδή τα τραγούδια μου είναι περισσότερο ερωτήσεις παρά απαντήσεις ή αφηγήσεις. Αφηγήσεις πραγμάτων που μου συνέβησαν ή που φαντάστηκα ότι μου συνέβησαν. Οπότε σκέφτηκα ότι ο μόνος τρόπος για να λειτουργήσει, και να λειτουργήσω κι εγώ σαν παρουσιαστής, είναι να αισθάνομαι ότι είμαι σπίτι μου, ότι υποδέχομαι τους φίλους μου και τους ρωτάω για να μάθω πράγματα από αυτούς, πώς έγραψαν αυτό το τραγούδι, πώς έπιασαν πρώτη φορά κιθάρα και γιατί…
Με τους στίχους σας γίνατε το βαρόμετρο που καθοδηγούσε την πορεία της γενιάς της μεταπολίτευσης. Από το νέος χλιαρός στο επαναστάτης με τα λεφτά του μπαμπά, την αποφασιστική σας στάση απέναντι στον λαϊκισμό στην ταραγμένη εποχή των μνημονίων, αλλά και όταν γλυκά μας είπατε, θα περάσει κι αυτό. Τι σας απασχολεί στιχουργικά στα νέα σας τραγούδια;
Θα έλεγα ότι δεν έχω τόσο πολλή σχέση με την τρέχουσα επικαιρότητα, εκτός από ένα τραγούδι, το «Φύγαμε», που μιλάει γι’ αυτήν την ταραγμένη εποχή που είπατε, αλλά κατόπιν εορτής πια, κάτι σαν απολογισμός ας πούμε. Αλλά γενικότερα κάποιοι στίχοι στα καινούργια τραγούδια είναι ερωτικοί και κάποιοι πιο υπαρξιακοί, θα έλεγα. Τα αρχέγονα ερωτήματα της ζωής δηλαδή, ποιος είμαι, πού πάω, από πού έρχομαι… Αυτό είναι πάντα το θέμα, απλώς κάθε φορά το πιάνεις από διαφορετικό σημείο και προσπαθείς να πεις κάτι που να έχει ενδιαφέρον και νόημα. Το υπαρξιακό το αναφέρω σε αντιδιαστολή με το ιδεολογικό, είναι κάτι που με απωθούσε πάντα, όχι μόνο στο τραγούδι αλλά στην Τέχνη γενικότερα. Όταν βλέπω μια ταινία που αισθάνομαι ότι ο σκηνοθέτης την κάνει για να αποδείξει την ορθότητα της κοσμοθεωρίας του, θεωρώ ότι είναι λειψή, επιφανειακή, είναι κατασκευή. Γι’ αυτό μίλησα για τα ερωτήματα, γιατί σημαίνουν ότι πας πιο βαθιά, πας σε έναν άγνωστο χώρο, είτε μέσα σου είτε όσον αφορά τη ζωή, την κοινωνία, αυτό που συμβαίνει γύρω σου και το εξερευνείς μαζί με το όποιο κοινό σου.
Η χειρότερη δουλειά που έχετε κάνει για να τα βγάλετε πέρα;
Είχα την τύχη από πιτσιρικάς να κάνω αυτό που αγαπούσα. Από τα πρώτα χρόνια τελειώνοντας το σχολείο, άρχισα να δουλεύω ως μουσικός σε διάφορα μαγαζιά, κυρίως λαϊκά γιατί εκεί υπήρχε δουλειά τότε, και αυτό ήταν ένα σχολείο για μένα. Πολύ γρήγορα έφτιαξα το γκρουπ, τους Φατμέ, και ξεκινήσαμε να παίζουμε τα δικά μου τραγούδια, με πολλές δυσκολίες βέβαια στην αρχή. Ευτυχώς είχαμε την τύχη να βρεθούμε με τον Τάσο Φαληρέα και να βγει ο πρώτος δίσκος πολύ γρήγορα – γιατί ήμουν 23 χρονών όταν βρέθηκα με τον Τάσο και όταν άκουσε τα τραγούδια είπε «πάμε να μπούμε στο στούντιο». Αλλά μετά, από τον δίσκο μέχρι να φτάσουμε στο σημείο να μπορούμε να ζούμε από αυτό, να κάνουμε συναυλίες, να μας μάθει ο κόσμος και τα λοιπά ήταν μια διαδρομή που πήρε κάποια χρόνια. Και γι’ αυτό, επειδή δεν ξεχνάω ποτέ αυτή την εποχή που ήταν συναρπαστική, περιπετειώδης, αλλά και πολύ ζόρικη, έχω πάντα αυξημένη ευαισθησία απέναντι στα παιδιά που ξεκινάνε και θέλουν να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα. Τα καταλαβαίνω, τα νιώθω, τα βλέπω με πολλή αγάπη.
Έχετε συμμετάσχει σε σχολικά γκρουπ, σε ορχήστρες σκυλάδικων και θερινών ντισκοτέκ, έχετε φοιτήσει για λίγο στη Σχολή Καλών Τεχνών στις Βρυξέλλες κι έχετε το χάρισμα να λειτουργείτε σαν μαέστρος με τον κόσμο. Τι μάθατε από την αλληλεπίδρασή σας με άλλους καλλιτέχνες για την επιτυχία ή την αποτυχία μιας ομάδας;
Είμαι παιδί από γκρουπ (όπως λένε παιδί από σπίτι), έτσι έμαθα να παίζω μουσική με συμμαθητές, φίλους, την παρέα μου, οπότε αυτό είναι κάτι που με ακολουθεί πάντα, δηλαδή η αίσθηση της ομάδας. Από τα πρώτα μου βήματα ήταν ένα βασικό κομμάτι της δουλειάς μου. Υπήρχε το πρώτο στάδιο, το μοναχικό, η στιγμή της δημιουργίας που γράφω τους στίχους και τη μουσική, που ψάχνω το τραγούδι, μετά υπάρχει το δεύτερο στάδιο που συναντιέμαι με την ομάδα και παίζουμε το τραγούδι. Πολλές φορές έχω πολύ συγκεκριμένη άποψη για το πώς πρέπει να γίνει, μάλιστα όταν ήμουν πιο νέος υπήρξα ακόμη πιο συγκεντρωτικός και ήθελα να γίνει ακριβώς όπως το είχα στο κεφάλι μου…
Control freak;
Ναι, βέβαια. Με τα χρόνια χαλάρωνα και έβλεπα τι μπορούσε να πάρει το τραγούδι και από τους άλλους, γινόμουν δηλαδή πιο ανοιχτός όσο περνούσε ο καιρός.
«Επειδή ακριβώς δεν ήμουν στρατευμένος ποτέ, δεν είχα και ποτέ ένα στρατευμένο κοινό να με ακολουθεί σαν οπαδοί» – Νίκος Πορτοκάλογλου
Δημιουργείτε για τέσσερις και πλέον δεκαετίες. Πώς ζήσατε ως μουσικός κάθε μία από αυτές;
Ο πρώτος δίσκος είναι το 1982, δηλαδή είναι 42 χρόνια πια. Εγώ έκανα πάντα αυτό που έλεγε η καρδιά μου. Είναι κλισέ, αλλά αυτό είναι. Δεν σκεφτόμουν ποτέ ότι στα 90s είναι της μόδας η ηλεκτρονική σκηνή, Massive Attack κ.λπ. – τους οποίους παρεμπιπτόντως τους άκουγα με μανία τότε. Απλώς ό,τι άκουγα και μου κινούσε το ενδιαφέρον, πολύ φυσικά με επηρέαζε. Πάντα το είχα αυτό και πάντα με ενδιέφερε να ακούω και νέους καλλιτέχνες γιατί με έβαζαν στην πρίζα. Άκουγα κάποιον πιτσιρικά να γράφει ένα τραγούδι και έλεγα «κοίτα πώς το είπε ή κοίτα πώς το έκανε, άκου τον ήχο αυτόν, τι ωραίο που είναι αυτό, θέλω να κάνω και εγώ κάτι τόσο φρέσκο και δυνατό». Οπότε κάπως έτσι πορεύτηκα και υπήρχαν εποχές που αυτό που έκανα αφορούσε πάρα πολύ κόσμο και εποχές που αφορούσε λιγότερο κόσμο. Επειδή ακριβώς δεν ήμουν στρατευμένος ποτέ, δεν είχα και ποτέ ένα στρατευμένο κοινό να με ακολουθεί σαν οπαδοί. Δεν υπήρχε ποτέ αυτό και χαίρομαι που δεν υπήρχε. Γιατί παρ’ όλο που κάτι χάνεις, γιατί αλλιώς έχεις μια σίγουρη βάση, κερδίζεις την ελευθερία σου. Γιατί ένα κοινό οπαδών, σε θέλει πάντα έτσι, με το συγκεκριμένο τρόπο που σε γνώρισε, με τις συγκεκριμένες ιδέες στο κεφάλι σου, το συγκεκριμένο στιλ τραγουδιών, ακόμη και ρούχων. Φοβερή σκλαβιά. Εγώ, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν το είχα αυτό. Αισθάνομαι ότι οι άνθρωποι έρχονται στις συναυλίες μου γιατί σε κάποια φάση κάποιο τραγούδι μου ή κάποιος δίσκος τους συγκίνησε. Πολλές φορές μου λένε ότι είχαμε να έρθουμε σε συναυλία σου από το 1990, κάπου χαθήκαμε στον δρόμο, κάπου ξαναβρεθήκαμε, το βρίσκω πολύ ωραίο και πολύ φυσικό αυτό.
Το πιο ωραίο ταξίδι που έχετε κάνει;
Δύο μου έρχονται στο μυαλό, το ένα είναι η Κωνσταντινούπολη κάπου γύρω στο 2000 και το άλλο είναι η Νέα Υόρκη αργότερα, το 2008. Και στις δύο περιπτώσεις αισθανόμουν ότι ήμουν με έναν τρόπο στο κέντρο της Γης. Στην Κωνσταντινούπολη περισσότερο σαν μία πόλη που υπήρξε κέντρο όλου του γνωστού κόσμου για 1.000 χρόνια. Αλλά και η ίδια η πόλη, η θέση της, ο Βόσπορος, όλο αυτό το μαγικό πράγμα. Τα φαγητά, τα μαγαζιά, οι άνθρωποι, ήταν μια εμπειρία. Επίσης ήταν η πόλη του παππού μου, την οποία δεν είχα επισκεφτεί μέχρι τότε. Όταν μπήκα στο ξενοδοχείο μού είπαν «το όνομά σας είναι τούρκικο». Βρήκα και πού ήταν το εξοχικό του στα Πριγκιποννήσια. Μια εμπειρία συναρπαστική. Στη Νέα Υόρκη πάλι, βρέθηκα ξαφνικά στο σκηνικό που έβλεπα από μικρός στις ταινίες… Τον Γούντι Άλεν σκεφτόμουν συνέχεια. Και μάλιστα τον συνάντησα γιατί έτυχε να είμαι στο κλαμπ που έπαιζε με το συγκρότημά του. Σε ένα κλαμπάκι μικρό, στο Carlyle το ξενοδοχείο. Είχε πλάκα –τώρα κάνω τη σύνδεση– είχαμε κλείσει τραπέζι και κάτσαμε με τη γυναίκα μου, αλλά μας είχαν βάλει πίσω γιατί κλείσαμε τελευταία στιγμή, οπότε κάποια στιγμή έρχεται το γκαρσόνι που ήταν Τούρκος, βλέπει το όνομά μου και μου λέει «Πορτοκάλογλου! Είσαι δικός μου. Έλα εδώ, έλα εδώ!». Και με παίρνει και με βάζει στο πρώτο τραπέζι και κάθομαι μπροστά, δηλαδή έβλεπα την κάλτσα του Γούντι Άλεν μπροστά μου με το κλαρινέτο.
Ποιος είναι ο «διάβολος» στον οποίο ένας μουσικός πουλάει την ψυχή του για την επιτυχία;
Αυτό για τον καθένα είναι διαφορετικό. Δηλαδή μπορεί κάποιος να γράφει αυτό που λέμε «σκυλάδικα» και να τα γράφει γιατί αυτός είναι, αυτή είναι η μουσική που αγαπάει. Ενώ κάποιος άλλος να αποφασίζει να γράψει τέτοια τραγούδια για να γίνει πλούσιος, ας πούμε. Εδώ έχουμε δύο περιπτώσεις ανθρώπων που κάνουν το ίδιο πράγμα με διαφορετικά κίνητρα. Εγώ σε κάποιες φάσεις βρέθηκα στο δίλημμα αν θα «ξεπουλούσα την ψυχή μου» κάνοντας μια συνεργασία που δεν ήθελα ή αν θα παρέμενα αγνός και άφραγκος. Και ευτυχώς κατάφερα να μην το κάνω. Βέβαια, αν κάποιος αναγκαστεί να το κάνει για να ζήσει αυτός και η οικογένειά του, για μένα είναι ανθρώπινο κι αυτό. Απλά εγώ σε γενικές γραμμές είχα την τύχη να μπορώ να ζήσω από τα τραγούδια μου από πολύ μικρός. Και είχα και την τύχη, σε αυτές τις δύσκολες φάσεις με τα διλήμματα, να με στηρίξει απόλυτα η γυναίκα μου, να μη με αφήσει να κάνω κάτι που δεν μου πήγαινε απλώς για να πληρώσουμε το νοίκι. Αυτό είναι τεράστιο, γιατί θα μπορούσα να έχω μία γυναίκα που να μου έλεγε το αντίθετο, να μου έλεγε «πήγαινε γιατί αλλιώς δεν θα τα βγάλουμε πέρα». Η δική μου μου είπε «μην πας γιατί ξέρω ότι θα αρρωστήσεις και μετά θα είμαστε όλοι μαζί χάλια. Θα βρούμε μαζί την άκρη». Όταν είμαι σε περίοδο που γράφω τραγούδια υπάρχουν φάσεις που μπλοκάρω, ειδικά με τους στίχους. Δεν μου αρέσουν, τους σβήνω, τους ξαναγράφω, έχω φτιάξει πέντε διαφορετικές παραλλαγές για το κάθε ρεφρέν και άλλες δέκα για το κάθε κουπλέ. Και κάποια στιγμή θολώνω εντελώς –το θολωμένο μου μυαλό που λέει και ο Άκης Πάνου– και λέω στη Μαρίνα «έλα, σε παρακαλώ, να στα διαβάσω» και ξαφνικά ξεκαθαρίζει το τοπίο. Καταλαβαίνω μόνο από το βλέμμα της ποιο αξίζει και ποιο είναι για πέταμα.
Την καλλιτεχνική σας ανασφάλεια, τι την γιατρεύει;
Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μεγαλώσει με γονείς που τους έλεγαν από μικρούς ότι είναι θεοί. Και αυτό συμβαίνει όλο και περισσότερο. Θέλω να πω ότι η δική μας γενιά μεγάλωσε λίγο πολύ με αυστηρούς γονείς, τώρα οι γονείς έχουν κάνει το παιδί κέντρο και βασιλιά του σπιτιού. Εγώ από το σπίτι μου δεν το βίωσα καθόλου αυτό: «Νίκο, τι ωραίο είναι αυτό που ζωγράφισες, τι ωραίο είναι αυτό που παίζεις στην κιθάρα κ.λπ.», ίσως επειδή υπήρχε και ένας φόβος των γονιών μου ότι «αν το πάρει πολύ στα σοβαρά, τι θα κάνει; Θα γίνει καλλιτέχνης; Και πώς θα τα βγάλει πέρα;» Οπότε αισθάνομαι ότι δεν είχα ποτέ τη στήριξη, τον έπαινο, το «μπράβο». Το οποίο τελικά, μου έκανε πολύ καλό. Γιατί πάντα αισθάνομαι ότι όσα και να καταφέρω είναι λίγα. Οπότε πρέπει να προσπαθήσω ακόμα πιο σκληρά.
Πώς σας άλλαξε η πατρότητα;
Έγινα πατέρας στα 30 μου, το θυμάμαι σαν μία από τις πιο ευτυχισμένες ημέρες της ζωής μου όταν γεννήθηκε η κόρη μου. Έτοιμος δεν ήμουν, αλλά ποιος είναι έτοιμος να γίνει πατέρας ή μητέρα; Πολλές φορές σκέφτομαι ότι θα έπρεπε να είχα αφιερώσει περισσότερο χρόνο, να είμαι πιο παρών. Ήταν περίοδος που περνούσα ζόρια με τη δουλειά, ήμουν πολύ αγχωμένος και έλειπα πολύ, μετά γεννήθηκε ο γιος μου και τώρα η εγγονή μου. Δεν ξέρω πώς να μιλήσω γι’ αυτά τα πράγματα, δεν ξέρω αν χωράνε σε λόγια αυτά τα συναισθήματα. Αυτά που έχω πάρει από τις εμπειρίες με τα παιδιά μου και το μεγάλωμά τους, με το πώς διαμορφώνουν μια προσωπικότητα και πώς από εκεί που το κυνηγάς να φάει, ξαφνικά μια μέρα σου λέει μια κουβέντα, σκέψη, εκφράζει συναίσθημα με λόγια απροσδόκητα και μένεις με το στόμα ανοιχτό. Λες «από πού ήρθε αυτό τώρα;» Όλη αυτή η αλληλοεπίδραση, η μουσική που ακούν τα παιδιά σου, τα παιχνίδια που τους αρέσει να παίζουν, οι φίλοι τους, όλο αυτό το πράγμα σε ζυμώνει κι εσένα και σε προχωράει. Σου ανοίγει πόρτες καινούργιες. Και τώρα με την πιτσιρίκα είναι απίστευτο.
Πόσο διαφορετικό είναι το παππούς από το μπαμπάς;
Είναι πολύ διαφορετικό γιατί δεν έχεις πια ευθύνες. Έχεις πιο πολύ το παιχνίδι. Αλλά είναι και σαν flashback. Δηλαδή υπάρχουν κάποιες στιγμές που παίζω με την εγγονή μου και παθαίνω σύγχυση και νομίζω ότι είναι η κόρη μου. Αναρωτιέμαι πόσο χρονών είμαι, μοιάζουν κιόλας, είναι ακόμα πιο εύκολο να μπερδευτείς. Τώρα θυμήθηκα ένα ντοκιμαντέρ που έβλεπα για τον Κιθ Ρίτσαρντς, πολύ ωραίο, στο Netflix, που αφού μιλούσε για τη μουσική, ήταν στο στούντιο και έπαιζαν, τζαμάρανε κ.λ.π, κάποια στιγμή είπε «όλα αυτά ήταν και είναι σπουδαία στη ζωή μου, αλλά ο μεγαλύτερος θησαυρός μου είναι η οικογένειά μου». Στην Ελλάδα δεν τα λένε εύκολα οι καλλιτέχνες κάτι τέτοια. Φοβούνται μην τους πούνε μικροαστούς ή κυρ-Παντελήδες.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο ρίσκο που έχετε πάρει στη ζωή σας;
Το μεγαλύτερο ρίσκο που έχω πάρει είναι ότι έγινα μουσικός. Και με είχαν προειδοποιήσει ότι είναι πολύ ζόρικο. Εγώ δεν άκουγα τίποτα. Το διαισθανόμουν, κιόλας, ότι είναι πολύ ζόρικο. Και; Το αποζητούσα το ζόρι και την περιπέτεια και το απρόοπτο. Αφού απελπίστηκαν οι γονείς μου, δεν μπήκα στην Αρχιτεκτονική, παράτησα την Καλών Τεχνών, η τελευταία τους απόπειρα ήταν να μπω στην τράπεζα που είχαν κάποιο μέσο. Τέλη 70s. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι το απρόοπτο είναι ένας τεράστιος κίνδυνος. Μπορεί να καταστραφείς από τη μια ημέρα στην άλλη. Δεν απέχει από την αλήθεια αυτό. Συνέβη στους γονείς των γονιών μου. Αλλά εγώ επέλεξα να κάνω δουλειά μου το απρόοπτο. Μου ασκούσε ακατανίκητη γοητεία.
Έχετε δημιουργήσει μέσα από πολλά διαφορετικά μουσικά ρεύματα. Blues, rock, λαϊκά, παραδοσιακά στοιχεία γίνονται ένα στα τραγούδια σας. Τι σας συγκινεί σε κάθε ένα από αυτά;
Αν με ρωτάτε τι έχω ακούσει πιο πολύ στη ζωή μου, θα σας πω σίγουρα Beatles, Stones, Dylan, Springsteen, Cohen, Bowie, Σαββόπουλο, Τσιτσάνη, Χατζιδάκι και πολύ μπλουζ, πολλά ρεμπέτικα και αρκετή τζαζ και κλασική μουσική. Αλλά επιλεκτικά. Δεν μου κάνουν όλα. Ποτέ δεν κατάλαβα το «ακούω μόνο ροκ». Υπάρχουν ροκ συγκροτήματα που απεχθάνομαι.
Και υπάρχουν και λαϊκοί που είναι πιο ροκ από τους ροκάδες.
Και αυτό, φυσικά. Ούτε ποτέ είχα καμιά κάψα να κατοχυρώσω τον τίτλο του ροκά.
Η μουσική σας είναι μια γέφυρα ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση. Και το έχετε καταφέρει αυτό με έναν πολύ δικό σας τρόπο. Τι σας έλκει από τη μια πλευρά και τι από την άλλη;
Να, όταν πας στην Ανατολή –γιατί έχω πάει και στο Κάιρο και στο Αλγέρι, εκτός από την Πόλη– και βλέπεις πόσο ζωντανός είναι αυτός ο πολιτισμός, από τα πολύ απτά καθημερινά… το φαγητό γιατί είναι υψηλής τέχνης μαγειρική η ανατολίτικη, η κουλτούρα του χαμάμ που είναι επίσης εντυπωσιακή, η μουσική, ο χορός. Μπορεί ξαφνικά να ακούσεις έναν τύπο να παίζει ούτι και να σε πιάσουν τα κλάματα, και μετά βλέπεις τις γυναίκες με τις μπούργκες και την απειλή που αιωρείται συνεχώς στον αέρα γιατί μιλάμε για δικτατορίες, και παγώνεις. Μπορεί να περπατάς για δύο ώρες στην πόλη και να μη βρίσκεις κάπου να κάτσεις με τη γυναίκα σου γιατί όλα τα καφενεία, εκτός από τα τουριστικά, είναι μόνο για άντρες. Στο Αλγέρι βλέπεις παντού στρατό στον δρόμο. Σκοτάδι, Μεσαίωνας. Από αυτή την άποψη, ενώ με συγκινούν τόσα πράγματα στην Ανατολή, σίγουρα η Δύση είναι το μέρος που θέλω να ζω. Που και εκεί υπάρχει φυσικά υπέροχη μουσική και υπέροχο φαγητό, αλλά υπάρχει και ελευθερία, δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα. Στην Ευρώπη μάλιστα, υπάρχει και κοινωνικό κράτος που στον υπόλοιπο πλανήτη δεν το βλέπουν ούτε στο όνειρό τους. Οπότε ναι, θέλω να ζω στη Δύση και να παίρνω στοιχεία που αγαπώ από την Ανατολή.
Τι σημαίνει για εσάς η λέξη επανάσταση;
Πολύ παρεξηγημένη λέξη. Όπως και η λέξη «πρόοδος» και «προοδευτικός», όλα αυτά είναι λέξεις που έχουν χάσει το νόημά τους πια. Τι σημαίνει πια σήμερα επανάσταση; Νομίζω ότι η μεγαλύτερη επανάσταση σήμερα είναι να σώσουμε τον πλανήτη, να βρούμε λύσεις. Από εκεί και πέρα, δεν πίστευα ποτέ ότι με τη βία μπορεί να αλλάξει ο κόσμος, παρ’ όλα τα γνωστά ρητά… Θυμήθηκα τώρα τη συνέντευξη που πήρα από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο που είπε κάποια στιγμή ότι «γράφαμε και πολιτικά τραγούδια τότε, αλλά για μένα τα κορυφαία μου τραγούδια είναι τα ερωτικά, γιατί ο έρωτας είναι επαναστατικό πράγμα». Και συμφωνώ απόλυτα.
Ποιο τραγούδι σας θεωρείτε ότι έχει τη μεγαλύτερη συναισθηματική αξία για εσάς;
Το πρώτο που σκέφτομαι είναι τα «Ψέματα» που είναι ερωτικό τραγούδι. Τραγούδι χωρισμού, μάλιστα.
Έχετε πει ποτέ ψέματα στο κοινό σας για κάτι;
Τι ψέματα να πω; Να παριστάνω κάτι που δεν είμαι; Όταν βλέπω κάποιον να το κάνει ντρέπομαι ή γελάω. Τα υλικό για τα τραγούδια μου ήταν πάντα η ζωή μου, το βίωμά μου. Υπάρχουν βέβαια και κάποια άλλα που είναι fiction, σενάρια. Το συγκεκριμένο δεν ήταν. Είναι γραμμένο εν θερμώ, μετά από έναν πολύ τραυματικό χωρισμό, αλλά μεγαλώνοντας άρχισα να γράφω και τραγούδια εμπνεόμενος και από ιστορίες άλλων ή από κάποιο βιβλίο που με συγκίνησε ιδιαίτερα και που μπήκα στη θέση του ήρωα. Αργότερα και από τα σενάρια άρχισα να γράφω μουσική για ταινίες, πολλά από τα πιο γνωστά μου τραγούδια έχουν γραφτεί για ταινίες, δηλαδή η αφορμή ήταν ένα σενάριο. Βέβαια το σενάριο είναι αυτό που σου δίνει τη σπίθα, το έναυσμα. Αλλά το υλικό είναι το δικό σου συναίσθημα και οι δικές σου εμπειρίες, τα δικά σου βιώματα. Για το «Θάλασσά μου σκοτεινή» ας πούμε, μου είχε στείλει ο Σωτήρης Γκορίτσας το σενάριο και διάβαζα γι’ αυτόν τον τύπο, τον ήρωα, που ήταν ένας κλασικός νεοέλληνας, τοπικός παράγοντας σε μια επαρχιακή πόλη, με γυναίκα, παιδί, γκόμενα, δουλειά, με κάποιες κομπίνες που έκανε, και από εκεί βγήκε το ρεφρέν «Τα είχα όλα μια φορά, μα ήθελα παραπάνω, τι να τα κάνω τώρα πια, απόψε που σε χάνω…» Αυτό δεν βγήκε τυχαία, δηλαδή ήταν και ένα δικό μου βίωμα αυτό. Η απληστία, «θέλω παραπάνω», και η Νέμεσις που έρχεται μετά την Ύβρη.
Την «ψωνίσατε» ποτέ στη ζωή σας;
Αμέ, τι νομίζεις, θα τη γλίτωνα; Στην τελευταία φάση των Φατμέ, ήμουν 28 χρονών και αισθανόμουν ότι, κάνοντας την τρέλα μου, γράφοντας τα τραγούδια μου, γεμίζαμε θέατρα, πουλούσαμε δίσκους. Δύσκολο είναι να την ψωνίσεις;
Πώς πήρατε την απόφαση να διαλύσετε τους Φατμέ πάνω στη μεγάλη επιτυχία τους;
Ήταν πάλι κάτι παρόμοιο με το «Μουσικό Κουτί», η αίσθηση αυτή ότι ο κύκλος έκλεισε.
Τι θα λέγατε σε ένα παιδί που πιάνει την πρώτη του κιθάρα στα χέρια του;
Να μάθει το λα μινόρε και το μι μινόρε, γιατί είναι τα πιο εύκολα και γιατί μπορείς να παίξεις καμιά εκατοστή κομμάτια με αυτά. Κάποια εποχή έκανα και μαθήματα σε πιτσιρικάδες. Πιτσιρικάς ήμουν κι εγώ, ήμουν 22 και έκανα μαθήματα σε 15χρονους.
Είστε καλύτερος στο αριστερό ή στο δεξί χέρι;
Στο δεξί. Στον ρυθμό, δηλαδή. Και στο πώς να βγάλω τον καλύτερο δυνατό ήχο από μια κιθάρα. Δεν ήμουν ποτέ ιδιαίτερα δεξιοτέχνης, ούτε πολύ γρήγορος παρ’ όλο που πέρασα μια φάση που μελετούσα πολύ, ήθελα να γίνω Έρικ Κλάπτον. Αν όχι Τζίμι Χέντριξ. Αλλά αισθάνθηκα κάποια στιγμή ότι πρέπει να βάλω μια προτεραιότητα και αυτή ήταν ο στίχος και η σύνθεση. Να τελειοποιήσω αυτά τα όπλα, να τα δουλέψω όσο μπορώ περισσότερο. Οπότε μπήκε σε δεύτερη μοίρα ο κιθαρίστας.
Πώς αισθάνεστε προετοιμάζοντας το νέο σας άλμπουμ;
Έχω πολύ μεγάλη χαρά που συναντιέμαι ξανά με τον παλιό μου παραγωγό, τον Χρυσόστομο Μουράτογλου, με τον οποίο δουλεύαμε 12 χρόνια και κάναμε κάποιους από τους καλύτερους προσωπικούς μου δίσκους μαζί: «Τα καράβια μου καίω», «Άσωτος υιός», «Παιχνίδια με τον διάβολο», «Βαλκανιζατέρ», «Μπραζιλέρο» και τη «Δίψα». Είναι μουσικός, ηχολήπτης και παραγωγός – μια σπάνια περίπτωση που συνδυάζει αυτά τα τρία και χαίρομαι πάρα πολύ που ξαναβρεθήκαμε μετά από 20 χρόνια.
Πώς προέκυψε αυτό;
Είναι πολλά χρόνια τώρα που αισθάνομαι ότι χρειάζομαι παραγωγό, έκανα τα πειράματά μου, έκανα αρκετές δουλειές μόνος μου ή με συνεργάτες άλλους που όμως ήταν πιο πολύ ηχολήπτες ή μουσικοί.
Έχετε τελειώσει ηχογραφήσεις;
Όχι ακόμα, αλλά έχουμε προχωρήσει πολύ. Αυτή είναι μια δουλειά που την ξεκίνησα στην πρώτη καραντίνα, είχα γράψει 15 τραγούδια, τα είχα προχωρήσει μέχρι ένα σημείο και μετά, όταν άρχισα τα γυρίσματα και τις περιοδείες τα καλοκαίρια, δεν έβρισκα τον χρόνο να τα τελειώσω. Δεν ήταν μόνο αυτός ο λόγος που ξαναπήρα τηλέφωνο τον Μουράτογλου, αισθανόμουν ότι χρειάζομαι κάποιον να με πάει παραπέρα. Είχα βαρεθεί να κάνω τον παραγωγό εγώ. Αισθανόμουν ότι γυρίζω στα γνωστά μου μονοπάτια και ότι έχω κολλήσει. Οπότε ήθελα αυτά τα τραγούδια να τα πάρει κάποιος και να τα πάει παραπέρα. Και ακριβώς έτσι έγινε. Τον βρήκα και αυτόν σε μια φάση που είχε πολλή όρεξη για δουλειά, αγάπησε τα τραγούδια, μου έδωσε ιδέες, ακόμα και στίχους άλλαξα σε κάποια σημεία που δεν λειτουργούσαν… αυτή είναι η μαγεία του παραγωγού. Είναι μαγικό αυτό που κάνει με τον ήχο. Εγώ είχα ήδη ηχογραφήσει πολλά πράγματα, είχα γράψει κιθάρες, είχα γράψει μπάσο, τύμπανα –είχε παίξει ο Θανάσης Τσακιράκης που είναι και στην εκπομπή–, είχα παίξει και μπουζούκια, μαντολίνα, διάφορα. Τα πήρε ο Μάκης, μου τα έστελνε πίσω και ήτανε αλλιώτικα, είχαν αυτό που μου έλειπε. Συν ότι έπαιξε και πλήκτρα, αλλά περισσότερο το πώς άλλαξε τον ήχο.
Θα είναι ένας δίσκος με συνεργασίες ή όχι;
Ναι, υπάρχουν ωραίες συμμετοχές, υπάρχουν αρκετά ντουέτα, κάποιες φωνές από νέα παιδιά που ήρθαν στην εκπομπή και μου άρεσαν ιδιαίτερα, έχουμε κάνει ντουέτα με την Ιουλία Καραπατάκη, τη Νεφέλη Φασούλη, τη Βίκυ Καρατζόγλου, ένα φωνητικό γκρουπ που συμμετέχει, οι String Demons, που παίζουν τσέλο και βιολί σε κάποια κομμάτια και η δική μου μπάντα βέβαια – εννοώ την μπάντα που έχω στις συναυλίες μου.
Με ποια κριτήρια επιλέγετε μουσικούς;
Να είναι καλοί μουσικοί και καλά παιδιά.
Πρώτα έρχεται το καλός μουσικός ή το καλό παιδί;
Το καλό παιδί. Να είναι εντάξει και να είναι ενδιαφέρων άνθρωπος. Και, το πιο σημαντικό, να αγαπά το ομαδικό παιχνίδι.
Εθισμούς είχατε στη ζωή σας;
Όχι ιδιαίτερους, εκτός από το τσιγάρο.
Και τις κιθάρες.
Μπράβο. Και τις κιθάρες. Και μπάσα, μαντολίνα, γιουκαλίλι, μπουζούκια, λαούτα, μπαγλαμάδες, ντραμς. Ντραμς παίζει ο γιος μου περισσότερο βέβαια. Μου αρέσει ανά πάσα στιγμή να έχω ένα στούντιο έτοιμο να κάνουμε πρόβα, να παίξουμε.
«Θέλω να ζω στη Δύση και να παίρνω στοιχεία που αγαπώ από την Ανατολή» – Νίκος Πορτοκάλογλου
Ποιο είναι το πιο σημαντικό μάθημα που έχετε πάρει στη ζωή σας;
Δύσκολη ερώτηση αυτή… τώρα καταλαβαίνω τους καλεσμένους μου καμιά φορά που τους βάζω δύσκολα ή τους βάζω διλήμματα και ζορίζονται. Μου ήρθε κάτι, αλλά είναι πολύ βαρύ… θυμήθηκα μια περίοδο που είχα περάσει κατάθλιψη, για 2-3 χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Είχα βιώσει κάτι πρωτόγνωρο, μια απόλυτη μαυρίλα από το πρωί που ξύπναγα μέχρι το βράδυ που κοιμόμουνα, είχα και πρόβλημα με τον ύπνο. Όλα μου φαίνονταν μάταια, χωρίς νόημα και έναν έντονο υπαρξιακό πόνο, τι νόημα έχει αυτή η ζωή αφού όλοι θα πεθάνουμε, ήταν μια φάση όπου ένιωθα ότι δεν μπορούσα να τα καταφέρω μόνος μου και να βγω από αυτό. Είχα ανάγκη να ζητήσω βοήθεια. Και ψυχοθεραπευτική βοήθεια και γενικά ψάχτηκα σε διάφορες κατευθύνσεις, ήταν επιτακτική ανάγκη να ζητήσω βοήθεια, θυμάμαι ότι αυτό το αίσθημα του διαρκούς πόνου ήταν κάτι που για πρώτη φορά με έβγαλε από τον μικρόκοσμό μου. Και ανακάλυψα δειλά δειλά, χωρίς να το συνειδητοποιώ τότε, αυτό που ονομάζουμε τώρα ενσυναίσθηση. Επειδή εγώ βρισκόμουν σε μεγάλο πόνο, μπορούσα να νιώσω καλύτερα και τον πόνο των άλλων. Αυτό ήταν ένα κλικ που μου άλλαξε τη ζωή. Ήταν μια πολύ σκοτεινή εποχή που όμως δεν σταμάτησα να γράφω τραγούδια, γιατί ήταν και αυτό ένα είδος θεραπείας για μένα… Σε εκείνη την περίοδο έγραψα το «Να με προσέχεις», αλλά έγραψα και το «Τα καράβια μου καίω», το «Ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό» ή το «Δεν μένω πια εδώ». Τα τραγούδια πάντα λειτουργούσαν σαν θεραπεία. Η κόρη μου που είναι ψυχολόγος μου είπε κάποτε «αν δεν έγραφες τραγούδια θα ήσουν σε ψυχιατρική κλινική» και όντως κάπως έτσι είναι. Νομίζω ότι τα χρόνια εκείνα ήταν πολύ καθοριστικά για τη ζωή μου. Αισθάνθηκα ότι έσπασε το κέλυφος το οποίο έχει βέβαια τον κίνδυνο ότι μένεις απροστάτευτος και μπορεί να καταρρεύσεις, αλλά συγχρόνως ανοίγεις και βγαίνεις ξανά στον κόσμο σαν νεογέννητο.