Η ταινία «Εμίλια Πέρεζ» ήταν, αναμφισβήτητα, ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά του Χόλιγουντ ενάντια στον σκληρό πόλεμο που κήρυξε στη διαφορετικότητα ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.
Παρά το γεγονός ότι το πρωτοποριακό αυτό μιούζικαλ δράσης, που αφηγείται την ιστορία της μεταμόρφωσης σε γυναίκα ενός αδίστακτου εμπόρου ναρκωτικών με τη βοήθεια μιας δικηγόρου, δίχασε κοινό και κριτικούς, με ένα μεγάλο μέρος του μεν να το μισεί και τη συντριπτική πλειοψηφία των δε να το λατρεύει, η Ακαδημία των Όσκαρ το στήριξε και με το παραπάνω αναδεικνύοντάς το σε απόλυτο φαβορί.
Όπως έχει αποδειχτεί πολλές φορές κατά το παρελθόν, ωστόσο, η τελική ευθεία προς τα Όσκαρ είναι μια διαδρομή γεμάτη εμπόδια και ανατροπές της τελευταίας στιγμής. Και κάπως έτσι το «Εμίλια Πέρεζ», που θριάμβευσε στις Κάννες όσο και στις Χρυσές Σφαίρες, κοντεύει να μετατραπεί από φαβορί σε αουτσάιντερ και η 52χρονη πρωταγωνίστριά του, η πρώτη τρανσέξουαλ ηθοποιός που διεκδικεί Όσκαρ για την ερμηνεία της, από σύμβολο της βαλλόμενης woke κουλτούρας σε persona non grata.
Η αιτία της ξαφνικής αυτής κατάρρευσης εντοπίζεται σε κάποιες διχαστικές και ρατσιστικές απόψεις που είχε εκφράσει η Κάρλα Σοφία Γκασκόν στα social media, κατά την περίοδο 2020 – 2021, τις οποίες ανακάλυψε και έφερε στο φως της δημοσιότητας – τυχαία; – μια δημοσιογράφος, τραυματίζοντας σοβαρά τη δημόσια εικόνα της αφού έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τα μηνύματα που επιχειρεί να περάσει η ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί. Διότι μόνον συμπεριληπτικά δεν μπορούν να θεωρηθούν σχόλια του τύπου «Ο Χίτλερ είχε απλά τις δικές του απόψεις για τους Εβραίους» ή «Το Ισλάμ γίνεται εστία μόλυνσης για την ανθρωπότητα», ο χαρακτηρισμός του άγρια δολοφονημένου από την αμερικανική αστυνομία Τζορτζ Φλόιντ ως «απατεώνα τοξικομανή» ακόμη και η δημόσια απαξίωση του θεσμού των Όσκαρ και των επιλογών με ειρωνικές διαπιστώσεις όπως «Δεν ήξερα αν παρακολουθούσα ένα αφροκορεάτικο φεστιβάλ, μια διαδήλωση του Black Lives Matter ή το 8M».
Τα παραπάνω αμφιλεγόμενα tweets έκαναν τον γύρο του κόσμου μέσα σε λίγες μόλις ώρες προκαλώντας πανικό τόσο στην ίδια την ηθοποιό όσο και στο Netflix παραγωγή του οποίου αποτελεί η ταινία «Εμίλια Πέρεζ». Η μεν πρώτη έσπευσε να ζητήσει δημόσια συγγνώμη και να επισημάνει πως σε καμία περίπτωση δεν είναι ρατσίστρια: «Το πρώτο πράγμα που θα ήθελα να κάνω είναι να ζητήσω την πιο ειλικρινή συγχώρεση από όσους αισθάνονται άσχημα για τον τρόπο που εκφράστηκα σε οποιοδήποτε στάδιο της ζωής μου» έγραψε στην πρώτη σχετική με το θέμα ανάρτησή της συμπληρώνοντας με νόημα: ««Όποιος με γνωρίζει ξέρει ότι δεν είμαι ρατσίστρια (θα εκπλαγείτε όταν μάθετε ότι ένας από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στη σημερινή μου ζωή και που αγαπώ περισσότερο είναι μουσουλμάνος). Πάντα αγωνιζόμουν για μια πιο δίκαιη κοινωνία και για έναν κόσμο ελευθερίας, ειρήνης και αγάπης. Ποτέ δεν θα υποστηρίξω τους πολέμους, τον θρησκευτικό εξτρεμισμό ή την καταπίεση φυλών και λαών».
Τι αληθεύει και τι όχι στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν θα το μάθουμε ποτέ. Είναι, ωστόσο, γεγονός ότι κατά το παρελθόν πολλοί ήταν εκείνοι που χρησιμοποίησαν ανορθόδοξες μεθόδους και χτυπήματα κάτω από τη ζώνη στην προώθηση των ταινιών τους πριν τα Όσκαρ, με πρώτο και καλύτερο τον καταδικασμένο και φυλακισμένο πλέον διάσημο παραγωγό Χάρβει Γουαϊνστάιν.
Σε κάθε περίπτωση πάντως το Netflix, που είδε τον μεγάλο του θρίαμβο να μετατρέπεται από τη μια στιγμή στην άλλη σε φιάσκο, έσπευσε να σώζει ότι μπορεί να σωθεί – η ψηφοφορία για τα βραβεία δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη – επιλέγοντας να κρατήσει αποστάσεις από τη Σοφία Γκασκόν, δηλαδή να την «αδειάσει» . Τις τελευταίες ημέρες συνεχίζει την καμπάνια της ταινίας έχοντας εξαφανίσει στην κυριολεξία την πρωταγωνίστριά του η οποία δεν υπάρχει πλέον πουθενά. Ούτε στις αφίσες, ούτε στις διάφορες προγραμματισμένες εκδηλώσεις προώθησής της. Η ίδια, ωστόσο, ισχυρίζεται πως δεν έχει ενημερωθεί επίσημα για τον αποκλεισμό της.
Όλο αυτό πάντως αποτελεί ένα ακόμη επεισόδιο το οποίο επιβεβαιώνει πως, δυστυχώς, τα Όσκαρ δεν επικεντρώνονται στην ουσία, που είναι η καλλιτεχνική, αξία αλλά στις πολιτικές, όποιες κι αν είναι αυτές. Και ο μεγάλος χαμένος από το κρυφό αυτό παρασκηνιακό «παιχνίδι» είναι ο ίδιος ο κινηματογράφος.