Ο Harry Belafonte πέθανε 25/4/2023, σε ηλικία 96 ετών είχε στο ενεργητικό του μια πραγματικά απίστευτη καριέρα, που καλύπτει τις πολιτικές δραστηριότητες, τον κινηματογράφο, τη μουσική και τη συχνή ανάμειξή του στα καθημερινά, με ενεργό συμμετοχή σε διάφορες κοινωνικές δραστηριότητες, που τον κατατάσσουν στους σημαντικούς ακτιβιστές με μεγάλη δραστηριότητα. Πρόσφατα βραβεύτηκε με τιμητικό όσκαρ.
Σε μια εποχή που ο διαχωρισμός λευκών, μαύρων ήταν ακόμα ευρέως διαδεδομένος και τα μαύρα πρόσωπα εξακολουθούσαν να είναι σπάνια στις μεγάλες και μικρές οθόνες, η άνοδος του Μπελαφόντε στο ανώτερο κλιμάκιο της show business ήταν ιστορική. Δεν ήταν ο πρώτος μαύρος διασκεδαστής που ξεπέρασε τα φυλετικά όρια. Ο Λούις Άρμστρονγκ, η Έλα Φιτζέραλντ το είχαν κάνει πριν από αυτόν. Κανένας όμως δεν είχε κάνει τόσο θόρυβο όσο εκείνος, και για μερικά χρόνια κανείς στη μουσική, μαύρος ή λευκός, δεν ήταν μεγαλύτερος.
Η μουσική του καλύπτει γεωγραφικά ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη μας και τα τραγούδια του προέρχονται από τον χώρο της λαϊκής μουσικής όλων των χωρών, την τζαζ, την όπερα, αλλά και τη σύγχρονη μουσική κάθε εποχής.
Ο πατέρας του ήταν από τη Μαρτινίκα και η μητέρα του ήταν από την Τζαμάικα. Εκεί θα πάει να ζήσει κοντά στη γιαγιά του, από το 1932 μέχρι το 1940, ο Harrold George «Harry» Belafonete Jr., όπως είναι ολόκληρο το όνομά του. Οι δύο γονείς του προέρχονταν από γάμο λευκού με μαύρη.
Στη συνέχεια, επιστρέφει στην πόλη και στην περιοχή όπου γεννήθηκε, την 1η Μαρτίου 1927, στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης.
Εκεί θα περάσει τα εφηβικά του χρόνια ακούγοντας τζαζ, μπλουζ, ρυθμ εντ μπλουζ, αλλά και μουσικές από άλλους λαούς που οι μετανάστες μετέφεραν στην Αμερική.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και μετά τη θητεία του στο Ναυτικό, αρχίζει μαθήματα σε δραματική σχολή έχοντας στην ίδια τάξη μαζί του ονόματα όπως οι Marlon Brando, Walter Matthau, Sidney Poitier και Tony Curtis, με τους οποίους συχνά έπαιζε σε διάφορα θεατρικά έργα.
Στην ίδια περίοδο γνώρισε τον Monte Kay, ένα νεαρό που είχε έντονη αγάπη για την τζαζ και μετέφερε αυτά τα συναισθήματα και στον φίλο του Harry.
Η σχέση του με τον χώρο της τζαζ, η ασχολία του με αυτήν και η φιλία του με τον Kay οδήγησαν τον τελευταίο στο να τον προσκαλέσει να παίξει σε κλαμπ της Νέας Υόρκης, με τη συνοδεία μουσικών όπως οι Charlie Parker, Miles Davis και Max Roach.
Σ’ αυτή την πρώτη εμφάνιση, ο Harry ερμήνευσε δύο κλασικά τραγούδια, το «Pennies From Heaven» και το «Skylark», μαζί με το «Recognition», που ήταν δικιά του σύνθεση και το είχε παρουσιάσει για πρώτη φορά στους συμμαθητές του στη δραματική σχολή, και το «Lean On Me», που ήταν γραμμένο από έναν άγνωστο μουσικό, τον φίλο του Aln Greene.
Η εμφάνιση έγινε στο κλαμπ «Royal Roost» και για συνοδεία είχε τον φίλο του Al Haig στο πιάνο, τον Miles Davis τρομπέτα, τον Max Roach στα ντραμς, τον Charlie Parker στο σαξόφωνο και τον Tommy Potter στο μπάσο.
Ανάμεσα στο κοινό εκείνο το βράδυ ήταν η Billie Holiday και ο Lester Young, που ήταν ιδιαίτερα φιλικοί μαζί του και τον βοήθησαν να ξεπεράσει το τρακ που είχε σ’ αυτή την πρώτη εμφάνιση.
Ύστερα από αυτήν την εμφάνιση, ο Monty Kay φτιάνει μια εταιρεία και γίνεται ο μάνατζέρ του.
Ο Belafonte σε ηλικία 22 ετών παντρεύεται, γίνεται πατέρας και με τη γυναίκα του ανοίγουν ένα εστιατόριο στην περιοχή του Γκρίνγουιτς Βίλατζ, όπου υπήρχε έντονη καλλιτεχνική ζωή και βοήθησε τον Belafonte να κάνει πολλές γνωριμίες στον χώρο, αποκτώντας ταυτόχρονα πολύτιμες εμπειρίες από αυτά που παρακολουθούσε κάθε βράδυ.
Στο εστιατόριο, το οποίο είχε ανοίξει με άλλους δύο φίλους του, κάθε βράδυ έρχονταν καλλιτέχνες από τον χώρο της φολκ, ενώ οι πελάτες είχαν καταγωγή από διάφορες χώρες του κόσμου, γεγονός που οδήγησε τον Belafonte στο να ερμηνεύει τραγούδια από διάφορες χώρες, ενώ έντονο ήταν και το στοιχείο της ανταλλαγής πολιτικών απόψεων σε μια έντονα πολιτικοποιημένη περίοδο του περασμένου αιώνα.
Οι εμπειρίες του στο μαγαζί του τον οδήγησαν στην απόφαση να επιστρέψει στο τραγούδι επαγγελματικά και να τραγουδά πια ρεπερτόριο από διάφορες χώρες, που ως βάση του θα είχε την παραδοσιακή μουσική.
Ετσι με τους φίλους του, Millard Thomas και Craig Work, αρχίζει να παρουσιάζει στα τέλη της δεκαετίας του 1950 μία σειρά από τραγούδια που ως προέλευση είχαν τα παραδοσιακά, αλλά και μοντέρνα τραγούδια από τη φολκ μουσική.
Τα πρώτα τραγούδια που κυκλοφόρησαν όμως σε δίσκο, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ανήκαν στην ποπ και έμοιαζαν αρκετά στο ύφος που τραγουδούσε ο Billy Eckstine, γνωστός λευκός τραγουδιστής της εποχής.
Η επιστροφή του στη Νέα Υόρκη από το Μαϊάμι τον οδήγησε στο νέο του συμβόλαιο με την εταιρεία RCA και στη συνεργασία του με τον διευθυντή ορχήστρας Hugo Winterhalter, υπό τις οδηγίες του οποίου θα ηχογραφήσει για πρώτη φορά το «Matilda, Matilda», που ήταν και η πρώτη επαφή του με το Calypso.
Στη συνέχεια η παρουσία του στις ταινίες Bright Road, Carmen Jones, που ήταν η σύγχρονη μεταφορά της όπερας Carmen, και η τρίτη του ταινία «Island In The Sun», που σημείωσε μεγάλη επιτυχία εκτός από ταινία και στον μουσικό χώρο με το ομώνυμο τραγούδι, βοήθησαν στο να κάνει μια εκπληκτική σειρά συναυλιών, στις οποίες έσπασε αρκετά ρεκόρ σε αριθμό προσέλευσης θεατών.
Από τις τελευταίες πετυχημένες εμφανίσεις του στον κινηματογράφο, αυτή που έκανε το 1996 στην ταινία του Robert Altman «Kansas City».
Το 1956 έχει ήδη στο ενεργητικό του πετυχημένες εμφανίσεις στο Μπρόντγουεϊ, με πρώτους ρόλους σε παραστάσεις όπως οι: «Three For Tonight» και «The Caine Mutiny».
Την ίδια χρονιά αντιμετωπίζει προσωπικά προβλήματα, χωρίζει με την πρώτη του γυναίκα και ξαναπαντρεύεται με μια λευκή χορεύτρια.
Το 1957 το άλμπουμ του «Calypso» θα παραμείνει για 31 εβδομάδες στην κορυφή του αμερικανικού καταλόγου με τις επιτυχίες της εποχής, ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα για τα δεδομένα της εποχής. Στο άλμπουμ αυτό υπήρχαν οι επιτυχίες του «Jamaica Fairwell» και «Day-ο (Banana Boat Song)», που είχαν ηχογραφηθεί με τη βοήθεια του Lord Burges, ενός Νεοϋρκέζου με καταγωγή από την Τζαμάικα, όπως και ο Belafonte. Η έμπνευση τους ήλθε όταν έπαιξαν στην τηλεοπτική ταινία Διακοπές στο Τρινιντάντ, που προβλήθηκε τον Οκτώβριο του 1955.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ήταν ο μόνος που κατάφερε να παίξει επί έναν μήνα συνέχεια στο γεμάτο Ελληνικό Θέατρο του Λος Αντζελες, ενώ αντίστοιχη πρωτοφανή επιτυχία είχαν και οι εμφανίσεις του στην πόλη της Νέας Υόρκης.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 εντυπωσιακή ήταν η συνεισφορά του στην αναβίωση της μουσικής φολκ μέσα από την επιρροή που άσκησαν τα τραγούδια του σε καλλιτέχνες όπως το Kingston Trio, η Joan Baez, ο Dylan και όλοι οι υπόλοιποι που αναβίωσαν στη συνέχεια το μουσικό αυτό είδος.
Στη δεκαετία του 1960 παρουσιάζει στο αμερικανικό κοινό ονόματα από τον διεθνή χώρο, όπως η Miriam Makeba από τη Νότια Αφρική και η δικιά μας Νάνα Μούσχουρη. Με τη Νάνα μάλιστα ηχογραφούν ένα σημαντικό άλμπουμ που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία, με τίτλο «An Evening With Belafonte/Mouskouri».
Είχαν γνωριστεί το 1960, όταν σε μία εμφάνισή του στην Αθήνα ο Belafonte θέλησε να παρακολουθήσει ελληνική μουσική και είδε τη Μούσχουρη να τραγουδά σ’ ένα μικρό κλαμπ.
Τον Σεπτέμβριο του 1964, όταν η Νάνα επισκέφτηκε την Αμερική στην πρώτη της περιοδεία εκεί, ξανασυναντήθηκαν και με τη συνεργασία του Μάνου Χατζιδάκι, που είναι ο συνθέτης στα 8 από τα 10 τραγούδια, ηχογράφησαν αυτό το άλμπουμ.
Έντονη ήταν η πολιτική του παρουσία στα κοινά από την αρχή της καριέρας του, που είχε ως συνέπεια να μπει στη μαύρη λίστα στην εποχή του McCarthy στη δεκαετία του 1950, ενώ η υποστήριξή του στη Ρωσία την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και οι αντιδράσεις γι’ αυτό από τους κατοίκους του αμερικανικού Νότου οδήγησαν στο να απέχει για αρκετά χρόνια από τις συναυλίες στις νότιες Πολιτείες της Αμερικής. Στην περασμένη δεκαετία ήταν πολέμιος της πολιτικής τού Μπους στο Ιράκ.
Γράφει ο Γιάννης Πετρίδης
Πηγή: apotis4stis5.com