Πώς προέκυψε το όνομα Heavy Metal: Η έρευνα της καθηγήτριας κοινωνιολογίας Deena Weinstein

16'

Heavy Metal: Η έρευνα της καθηγήτριας κοινωνιολογίας Deena Weinstein για την προέλευση του όρου που αποδόθηκε στο μουσικό είδος. 

Η Deena Weinstein είναι καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο DePaul, που αποτελεί το μεγαλύτερο καθολικό πανεπιστήμιο των Η.Π.Α. και ιδιωτικό ίδρυμα στο Σικάγο, αγγίζοντας τον αριθμό των 23.000 φοιτητών. Έγινε ιδιαίτερα γνωστή για την έρευνά της γύρω από την ευρύτερη κουλτούρα του Heavy Metal, για το οποίο εξέδωσε το 1991 και ένα πρωτοποριακό βιβλίο με τον τίτλο «Heavy Metal: A Cultural Sociology». Το βιβλίο επανεκδόθηκε σε ενημερωμένη και ανανεωμένη μορφή το 2009 με τον τίτλο «Heavy Metal: The Music and It’s Culture». Έχοντας διαβάσει πρόσφατα μια μακροσκελή της έρευνα γύρω από την προέλευση του ονόματος «Heavy Metal», θα κάνω μια απόπειρα να επικεντρωθώ στα βασικά σημεία της αναζήτησης αυτής.

Ξεκινώντας από μια συνολική θεώρηση της Weinstein σχετικά με την έρευνά της, υπάρχει η ισχυρή εντύπωση πως οι συμβατικές αναφορές για την προέλευση του ονόματος, που έχουν κυριαρχήσει, είναι μάλλον εσφαλμένες. Και ενώ υπάρχουν ανταγωνιστικές απόψεις για την προέλευση του ονόματος, καμιά από αυτές δεν είναι ικανή να προσδώσει μόνη της την τελική διαμόρφωση και ευαισθησία που έχει αποκτήσει. Αναζητώντας λοιπόν την απάντηση στο αν έχει σημασία το όνομα σε ένα είδος που ουσιαστικά πια έχει εξελιχθεί, είναι σημαντική η έρευνα για το πώς και γιατί χρησιμοποιήθηκε το όνομα.

Είναι βέβαια αυτονόητο πως ο ρόλος του ονόματος έχει μια ταξινομική λειτουργία, με σκοπό να ομαδοποιήσει έναν κατάλογο μουσικών που μεταξύ τους έχει εδραιωθεί μια σχέση ομοιογένειας, και κοινής χρήσης κάποιων μέσων έκφρασης. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να εντοπιστεί ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο για να περιγράψει ένα συγκεκριμένο στιλ μουσικής. Ανατρέχοντας φυσικά σε μια προ-διαδικτυακή εποχή, οι κυρίαρχες πηγές ήταν δημοφιλή έντυπα μέσα, άρθρα περιοδικών και βιβλία rock δημοσιογράφων.

Η πρώτη και αρκετά διαδεδομένη εκδοχή ήταν η φράση «heavy metal thunder» από το πολύ πετυχημένο «Born to Be Wild» των Steppenwolf. Με τη χρήση του τραγουδιού στην περίφημη ταινία του 1969 «Easy Rider», το τραγούδι έγινε πιο γνωστό ακόμα και από την εδραίωση του στο Νο 2 των αμερικανικών charts ένα χρόνο νωρίτερα. Ο στιχουργός του τραγουδιού Mars Bonfire (με το πραγματικό όνομα Dennis Edmonton, στην πραγματικότητα ο αδερφός του ντράμερ του γκρουπ, Jerry Edmonton), είπε πως χρησιμοποίησε τη φράση αυτή για να αποτυπώσει την εμπειρία της οδήγησης αυτοκινήτου ή μοτοσυκλέτας στον αυτοκινητόδρομο της ερήμου της Καλιφόρνια. Βρήκε την έκφραση κατάλληλη για το βάρος και το θόρυβο των οχημάτων, και ο όρος «βαρέα μέταλλα» ήρθε συνειρμικά από τη χημεία και τον Περιοδικό Πίνακα του Mendeleev.

Η δεύτερη πηγή που αναφέρθηκε σαν έμπνευση της φράσης «heavy metal», ήταν και αυτή εκτός μουσικού πλαισίου, και προερχόταν από το μυθιστόρημα του William Burroughs με τον τίτλο «Naked Lunch». Διάφοροι συγγραφείς στα Newsweek, Circus, Toronto Globe and Mail συμφωνούσαν πως το όνομα προήλθε από εκεί, όπου αναφέρθηκε σαν συνώνυμο των βασανιστηρίων. Η ερευνήτρια διάβασε προσεκτικά το βιβλίο χωρίς να συναντήσει πουθενά τον όρο. Με μια επικοινωνία με τον ατζέντη του Burrows, ήρθε η απάντηση πως στην τριλογία Nova του συγγραφέα, υπήρχε ένας χαρακτήρας με τον τίτλο «The Heavy Metal Kid». Η φιγούρα αυτή παρουσιάστηκε σαν «Uranian Will The Heavy Metal Kid» και ήταν γνωστός και σαν «Willy The Rat». Φυσικά ο χαρακτήρας αυτός δεν είχε κάποια άμεση σχέση με τη μουσική αυτή, και δεν ήταν ξεκάθαρο αν δάνεισε το όνομα σε αυτό που ονομάστηκε heavy metal.

Στο ίδιο φαξ από το πρακτορείο του Burrows ανέφεραν πως δεν μπορούσαν να επιβεβαιώσουν αν το «Born to Be Wild» των Steppenwolf είχε αντλήσει έμπνευση από τα έργα του Burrows. Ο γνωστός rock κριτικός Lester Bangs είχε αναφέρει συχνά τον Burrows στα άρθρα του στο πρωτοποριακό περιοδικό Creem, πιστεύοντας πως είχε δημιουργήσει τον όρο, εφαρμόζοντας τον χαρακτηρισμό σε μια συγκεκριμένη φόρμα rock μουσικής. Οι περισσότερες πηγές γύρω από την προέλευση του ονόματος είχαν να κάνουν με τα τρία αυτά δεδομένα, το τραγούδι των Steppenwolf, το βιβλίο του Burrows και τα άρθρα του Bangs στο περιοδικό Creem. Αυτή είναι μάλιστα και η ερμηνεία στο λήμμα «heavy metal» στην Εγκυκλοπαίδεια του Rock & Roll του Rolling Stone το 1983.

Η Weinstein αναζήτησε τα άρθρα του Bangs στη βιβλιοθήκη του Northwestern όπου φυλάγονταν κάποια παλιά τεύχη του Creem. Γρήγορα στράφηκε στο τεύχος Ιουνίου 1972 και στο άρθρο του για τους Black Sabbath. Δεν υπήρχε πουθενά η χρήση του ονόματος, παρά μόνο η αναφορά στον Burrows και το Nova Express: «το War Pigs και το Nova Express του Burrows λένε το ίδιο πράγμα» έγραφε ο Bangs. Βέβαια, ο ίδιος δεν ήταν οπαδός των Black Sabbath, ούτε εκτιμούσε ιδιαίτερα τον ήχο αυτό, και χρόνια μετά, όταν πια είχε καθιερωθεί η χρήση του όρου, αναφέρθηκε συχνά με αντιπάθεια στο «μηδενιστικό heavy metal».

Αφού λοιπόν δεν ήταν ο Bangs ο νονός, τότε ποιος ήταν; Έχοντας στα χέρια της τα τεύχη των δυο πρώτων χρόνων του Creem, σκέφτηκε να ψάξει τα πάντα. Η απόπειρα εξαργυρώθηκε όταν στην κριτική για το ντεμπούτο των Sir Lord Baltimore, «Kingdom Come», ο κριτικός του περιοδικού Mike Saunders είχε γράψει στην περιγραφή του «τα καλύτερα heavy metal κόλπα». O Saunders, που ήταν γνωστός και σαν Metal Mike, έγινε το πρώτο φαβορί στη θέση του Bangs, μια πεποίθηση που κλονίστηκε σημαντικά στο τέλος της δεκαετίας του 1990, όταν σε μια επικοινωνία της Weinstein με τον Saunders μέσω email, ο ίδιος διαφώνησε και ενώ επιβεβαίωσε πως το 1971 ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε ο όρος heavy metal, θεώρησε πως ο πρώτος ήταν ο Bangs που έγραφε πολλά τότε στο περιοδικό. Τελικά σε μια διαδικτυακή συνέντευξη μαζί του το 2001, ο Saunders επιβεβαίωσε εκείνη την πρωτιά στην κριτική του άλμπουμ των Sir Lord Baltimore.

Η επιστροφή του είχε και συνέχεια, καθώς το 2006, με ένα νέο email του, ενημερώνει την ερευνήτρια πως είχε γίνει πρώτη χρήση του όρου νωρίτερα, σε μια κριτική του σε άλμπουμ των Humble Pie στο Rolling Stone, το φθινόπωρο του 1970, όταν είχε χρησιμοποιήσει την όχι και τόσο κολακευτική φράση «a noisy, unmelodic, heavy metal-leaden shit rock band». Είχε προσθέσει μάλιστα μια αναλυτική περιγραφή, πως συνδεόταν η έμπνευση από τη χημεία του πρώτου έτους με το άκαμπτο, μολυβένιο άλμπουμ των Humble Pie. Ταυτόχρονα, διαβεβαίωνε πως δεν είχε σχέση με το τραγούδι των Steppenwolf, ενώ δεν είχε ποτέ διαβάσει στη ζωή του Burrows.

Ένας άλλος αξιόπιστος και γνωστός αντίπαλος του Saunders ήταν ο συγγραφέας, κριτικός, συνεκδότης του Crawdaddy, και αργότερα και παραγωγός Sandy Pearlman, που υπήρξε για πολλά χρόνια μέντορας των Blue Öyster Cult. Ο ίδιος καυχήθηκε πως επινόησε τον όρο, σε μια συνέντευξη που έδωσε το 1991, αναφέροντας και αυτός σαν έμπνευση τον περιοδικό πίνακα των στοιχείων, όντας ο άνθρωπος που τον κόλλησε στη μουσική όταν υπήρξε και στιχουργός. Ακόμα ισχυρίστηκε πως χρησιμοποίησε το όνομα στο Crawdaddy, στην κριτική του στο άλμπουμ Notorious Byrd Brothers, λόγω της απίστευτης πολυπλοκότητας της παραμόρφωσης. Στην πραγματικότητα, ο προσδιορισμός heavy metal δεν εμφανίζεται στη συγκεκριμένη κριτική, ενώ ο ίδιος έχει επικαλεστεί επανειλημμένα τον χαρακτηρισμό metal, όπως για παράδειγμα στην κριτική του για το «Got Live if You Want It!» των Rolling Stones, το 1967.

Ένας outsider που προέκυψε, όταν το Rolling Stone έκανε διαθέσιμα πολλά από τα πρώτα του τεύχη στο διαδίκτυο για συνδρομητές, ήταν ο Barry Gifford. Η καθυστερημένη χρονικά διασημότητά του οφείλεται σε μια κριτική του για ένα άλμπουμ των Electric Flag, που δημοσιεύτηκε το 1968. Στο κείμενο εκείνο είχε γράψει: «this is the new soul music, the synthesis of white blues and heavy metal rock». Και ενώ η χρήση αυτή μπορεί να θεωρηθεί σαν περιγραφή ήχου, ο ίδιος ο συγγραφέας  διευκρίνισε πως ήταν απλά μια πτυχή του ήχου της συγκεκριμένης μπάντας και δεν είχε την παραμικρή σχέση με αυτό που αργότερα έγινε γνωστό σαν heavy metal.

Άλλη μια φημολογούμενη πηγή αναφέρθηκε σε μια συνέντευξη του μάνατζερ του Jimi Hendrix, Chas Chandler, όταν είπε πως ο όρος χρησιμοποιήθηκε στους New York Times για να περιγραφεί η μουσική του Hendrix. Οι έρευνες στα αρχεία της εφημερίδας δεν εντόπισαν τέτοια αναφορά, αλλά μάλλον ο Chandler θυμόταν την κριτική στο Hendrix Axis: Bold as Love στο Rolling Stone το 1968, όταν ο ήχος του προσδιορίστηκε σαν «very heavy and metallic loud».

Με τον Saunders λοιπόν να μοιάζει χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο, έχοντας την αναφορά στην κριτική των Humble Pie τον Νοέμβριο του 1970, η Weinstein ορμώμενη από την εμμονή πολλών επώνυμων κριτικών για τον Bangs, εξαντλεί και τα τελευταία περιθώρια, ψάχνοντας πια τα κείμενά του στο Rolling Stone, αφού στο Creem δεν είχε βρει κάτι σχετικό. Και πράγματι δικαιώνεται. Στο τεύχος 7 τον Φεβρουάριο του 1970 του Rolling Stone, στην κριτική του για το άλμπουμ των Guess Who «Canned Wheat», ο Bangs έχει γράψει: «they are quite refreshing in the wake of all the heavy metal robots of the year past». Ο Bangs ήταν βαθιά επηρεασμένος από τους beats και σίγουρα από τον Burrows.

Οι Bangs και Saunders μπορεί να άντλησαν τον όρο heavy metal από διαφορετικές πηγές, αλλά τον χρησιμοποίησαν με αρνητικό τρόπο στις κριτικές τους. Βέβαια, ο Bangs σίγουρα δεν ήταν ποτέ φίλος του ήχου αυτού, ενώ ο Saunders έπαιζε αυτό που θεωρούσε καλό heavy metal, και κέρδισε το παρατσούκλι Metal Mike.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, η εξέλιξη του είδους πρόσθετε συνεχώς νέα κλαδιά σε εκείνο το αρχέγονο δέντρο που γεννούσε μια μοναδική αίσθηση με το συνδυασμό αυτών των δυο λέξεων. Σήμερα πια, πέρα από την περίεργη ιστορία και τις βυθισμένες στο χρόνο πηγές της, οι δυο αυτές λέξεις ακούγονται για εκατομμύρια ακροατές του πλανήτη να γεννήθηκαν μαζί. Και είναι παράξενο και συναρπαστικό πόσο ευρύχωρες και περιγραφικές μπορούν να είναι.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο soundcheck.network

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ειδήσεις σήμερα

Μπορεί να σας ενδιαφέρουν