Ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της είναι τα Συννεφιασμένη Κυριακή, Τα Καβουράκια και Όταν Πίνεις Στην Ταβέρνα του Βασίλη Τσιτσάνη, με τις οποίες καθιερώθηκε ως κορυφαία λαϊκή τραγουδίστρια.
Αύγουστο ξεκίνησε και έληξε η ζωή της Σωτηρίας Μπέλλου. Στις 22 του Αυγούστου 1921, σαν σήμερα, γεννήθηκε στη Χαλκίδα, και στις 27 του μήνα, το 1997 έφυγε από τη ζωή· αδάμαστη και ασυμβίβαστη, όπως πορεύτηκε για 76 χρόνια.
Τον Μάρτιο του 1993 αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας, και διαγνώστηκε με καρκίνο του φάρυγγα. Λόγω των οικονομικών προβλημάτων της έφτασε σε σημείο να πουλήσει τους δίσκους της στο Κολωνάκι. Ξεπούλησε σε μία ώρα. Ύστερα από λίγους μήνες έχασε τη φωνή της, ίσως την πιο ξεχωριστή φωνή που έχει γνωρίσει ποτέ το ελληνικό πεντάγραμμο. Στις 27 Αυγούστου 1997 άφησε την τελευταία της πνοή, δημιουρώντας ένα απίστευτο κενό στον χώρο της μουσικής και συγκεκριμένα του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Μια ζωή πολυτάραχη, γεμάτη ανατροπές, αντισυμβατική, τολμηρή και φευγάτη
«Ήμουν, είμαι και θα είμαι αριστερή. Το λέω και το φωνάζω… Πέρασα πολλά. Και ξύλο και φυλακές», είχε πει η ίδια σε συνέντευξη της στην εφημερίδα Ριζοσπάστης. Η οικογένεια της εύπορη και εκείνη η μεγαλύτερη από τα τέσσερα αδέλφια της. Είχε το όνομα του αγαπημένου της παππού, Σωτήρη Παπασωτηρίου, που ήταν παπάς στο Σχηματάρι. Στο πλευρό του, «ζυμώθηκε» από μικρή με τους εκκλησιαστικούς ήχους και τη βυζαντινή μουσική.
Θέλησε να γίνει τραγουδίστρια όταν πρωτοάκουσε τη Σοφία Βέμπο. Συνάντησε όμως πολλές αντιρρήσεις από τους γονείς της. Εκείνη το πάλεψε. Άλλωστε το τραγούδι ήταν η αγάπη της. Αν και 17 χρόνων ήρθε στην Αθήνα και σε λίγο καιρό άλλαξε όλη της η ζωή.
Παντρεύτηκε τον Βαγγέλη Τριμούρα, που είχε γνωρίσει στην Χαλκίδα, ωστόσο ο γάμος της δεν μακροημέρευσε. Κράτησε μόνο έξι μήνες και η Σωτηρία βρέθηκε στις φυλακές «Αβέρωφ», όταν στον τελευταίο τους καβγά του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο. Στο Εφετείο η ποινή της μειώθηκε από 3,5 χρόνια σε 6 μήνες και αφέθηκε ελεύθερη.
Ποια καρδιά δε θα ραϊσει
Συνεργάστηκε με μεγάλη επιτυχία με τους Παπαϊωάννου, Χιώτη, Μητσάκη, Καπλάνη, Γαβριήλ, Τσιτσάνη, Καλδάρα, Χατζηχρήστου, Περιστέρη, Ροβερτάκη, Κολοκοτρώνη, Μπακάλη, Μπαγιαντέρα, Βασιλειάδη κ.ά. σε τραγούδια που δεν θα πάψουν να τραγουδιούνται, όπως «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Γύρνα στη ζωή την πρώτη», «Κάνε κουράγιο καρδιά μου», «Ο ναύτης», «Το σβηστό φανάρι», «Είπα να σβήσω τα παλιά», «Άνοιξε, άνοιξε» αλλά και τραγούδια των Ξαρχάκου, Σαββόπουλου (Το βαρύ ζεϊμπέκικο), Μούτση (Το φράγμα), Ανδριόπουλου (Λαϊκά προάστια), Λάγιου (Αη Λαός), Αρ. Κουνάδη, Β. Δημητρίου.
«Ό,τι έχω πει», έλεγε σε συνέντευξή της στο «Ριζοσπάστη» (6/12/87), «είναι βγαλμένο απ’ τη ζωή. Κράτησα μια ποιότητα, γιατί για να πω ένα τραγούδι κάθομαι και το μελετώ. Το διαβάζω, το ξαναδιαβάζω, να δω την έννοιά του, πού καταλήγει… Γιατί πώς αλλιώς θα επιλέξω… Άντε, επειδή μας έφεραν ένα τραγούδι θα το πούμε… Ύστερα, όλα τα τραγούδια που ‘χω πει τα ‘χω αγαπήσει. Ορισμένα τα ‘χω αγαπήσει πιο πολύ, όπως κι ο κόσμος. Είναι δεμένα μαζί μου. Έχω ένα που το ‘χει γράψει ο Τσιτσάνης: “Ποια καρδιά δε θα ραΐσει”. Αυτό το τραγούδι κάτι μου λέει…».
Η αγωνιστική δράση
Παρά την επιτυχία της, όμως, δεν σταματά την αγωνιστική της δράση. Το 1948 μια ομάδα ακροδεξιών εισέρχεται στο κέντρο διασκέδασης που τραγουδούσε και την ξυλοκοπούν άγρια, φωνάζοντας «Βουλγάρα» (κομμουνίστρια). Κανένας από τους μουσικούς της δεν τολμά να σηκωθεί από την καρέκλα του. Και αυτό έγινε το παράπονο της.
Η τραγουδίστρια έφυγε από εκεί και λίγο καιρό μετά δούλεψε με τον Βαμβακάρη. Σύντομα αναγνωρίστηκε ως μία από τις καλύτερες ερμηνεύτριες στα ρεμπέτικα.
Η καριέρα της γνώρισε μια κάμψη στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όμως από το 1966 κέρδισε ξανά τη θέση της κορυφαίας τραγουδίστριας του είδους. Κάνει τη δισκογραφική της επάνοδο με το δίσκο «Τα Ρεμπέτικα της Σωτηρίας Μπέλλου» και ακολουθεί μια δεύτερη καριέρα. Κυκλοφόρησε δώδεκα δίσκους ως το 1980 οι οποίοι την έκαναν γνωστή στις νεότερες γενιές. Το 1990 κυκλοφορεί ο δίσκος «Η Ρεμπέτισσά μας» με επανεκτελέσεις ρεμπέτικων αλλά και πέντε ανέκδοτα τραγούδια του Μαρίνου Γαβριήλ (Μαρινάκη). Ο δίσκος αυτός σηματοδοτεί το τέλος μιας δεύτερης μεγάλης πορείας.
Πηγή: in.gr