Συρτό και πεντοζάλη στη Βοστώνη…

Βοστώνη

 Οταν ο Σταμάτης Σταματελόπουλος έφθασε στη Βοστώνη για να κάνει το διδακτορικό του στο Τμήμα Μηχανολογικής Μηχανικής του ΜΙΤ, δεν ήξερε κανέναν στην πόλη και δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα.

Ομως στάθηκε τυχερός: λίγες εβδομάδες μετά, εντελώς τυχαία, βρέθηκε να παρακολουθεί μια παράσταση του Λυκείου Ελληνίδων, του παραρτήματός του στην πρωτεύουσα της Μασαχουσέτης. «Μολονότι δεν είχα απολύτως καμία σχέση με τους παραδοσιακούς μας χορούς, με την ελληνική παράδοση γενικότερα, ενθουσιάστηκα. Ολο αυτό που έβλεπα, με έναν περίεργο τρόπο μου φαινόταν οικείο και μου κέντριζε το ενδιαφέρον όχι μόνο να το γνωρίσω καλύτερα, αλλά και να γίνω κι εγώ κομμάτι του». Την ίδια κιόλας μέρα γράφτηκε στο χορευτικό τμήμα. Εκτοτε απέκτησε μια καινούργια «οικογένεια»: παρακολουθεί ανελλιπώς τα μαθήματα που γίνονται κάθε Τετάρτη σε μια αίθουσα στο Κέμπριτζ, τη γειτονιά που ήταν κάποτε για τη Βοστώνη ό,τι η Αστόρια για τη Νέα Υόρκη: καρδιά της ελληνικής παροικίας.

Εκεί συναντώ την Ειρήνη Σάββα, ιδρύτρια του σωματείου. Με ρίζες στη Βόρειο Ηπειρο και στην Κέρκυρα, είναι τρίτης γενιάς Ελληνοαμερικανίδα. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες της είχαν περάσει τον Ατλαντικό στις αρχές του περασμένου αιώνα. Ο πατέρας της ήταν κατασκευαστής εργαλείων καρβιδίου (ένα από τα σκληρότερα και πιο ανθεκτικά στη φθορά μέταλλα), με τα οποία προμήθευε διάφορες βιομηχανίες αλλά και την αμερικανική κυβέρνηση για στρατιωτικούς σκοπούς.

Η μητέρα της ήταν το πρώτο κορίτσι από την ελληνική κοινότητα της πολιτείας του Μέιν που αποφοίτησε από το κολέγιο· στη συνέχεια εργάστηκε ως γραμματέας πρώτα του διοικητή της ναυτικής βάσης στο Νιούπορτ και έπειτα του διευθυντή του Μουσείου Τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Ρόουντ Αϊλαντ. Η ίδια πήρε πτυχίο Γαλλικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας από το Πανεπιστήμιο Μπράουν, αλλά «η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να γίνω… επαγγελματίας εθελόντρια, ιδρύοντας, πριν από σαράντα χρόνια, το Λύκειο των Ελληνίδων – Γραφείο Βοστώνης, ένα από τα δεκατέσσερα που υπάρχουν εκτός Ελλάδας – και τρίτο σε όλη τη Βόρεια Αμερική», όπως με ενημερώνει.

«Η προσπάθειά μας είναι να μην τα παρασύρει το ποτάμι του χρόνου (τα έθιμα) και χαθούν, να μην ξεχαστούν», λέει η ιδρύτρια Ειρήνη Σάββα.

Από παιδί αγαπούσε πολύ τον χορό και έκανε μπαλέτο. Το 1986, στην πρωτεύουσα της Μασαχουσέτης όπου ακολούθησε τον σύζυγό της μετά τον γάμο τους, άρχισε να διδάσκει παραδοσιακούς χορούς στην ελληνική εκκλησία. Οι συμμετοχές ήταν ολοένα και περισσότερες κι έτσι το 1998 η ομάδα, που στο μεταξύ είχε μεγαλώσει εντυπωσιακά, εντάχθηκε πανηγυρικά στο Λύκειο Ελληνίδων. «Ολες αυτές τις δεκαετίες έχουμε μια αποστολή: να διατηρήσουμε πολύτιμα στοιχεία του πολιτισμού μας για τις μελλοντικές γενιές Ελληνοαμερικανών», τονίζει η Ειρήνη Σάββα. «Και δεν είναι μόνο οι παραδοσιακοί χοροί: είναι και η γλώσσα, η μουσική, οι αυθεντικές τοπικές ενδυμασίες, τα έθιμα κάθε περιοχής. Η μεγάλη μας προσπάθεια είναι να μην τα παρασύρει το ποτάμι του χρόνου και χαθούν, να μην ξεχαστούν. Γι’ αυτό και έχουμε ξεκινήσει, παράλληλα, ένα πρόγραμμα καταγραφής προφορικής ιστορίας, με συνεντεύξεις ηλικιωμένων ατόμων που μεγάλωσαν στην Ελλάδα και μοιράζονται μαζί μας τις αναμνήσεις τους από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους». Μια κιβωτός του ελληνισμού, δηλαδή…

Προσπαθεί να βρει τις σωστές ελληνικές λέξεις καθώς μου αφηγείται τη διαδρομή της. Και μολονότι της προτείνω να μιλήσουμε στα αγγλικά, αρνείται. «Μέχρι που ο αδελφός μου κι εγώ πήγαμε στο σχολείο, η οικογένειά μας μιλούσε μόνο τη γλώσσα της πατρίδας μας. Τότε οι γονείς μας φοβήθηκαν ότι αυτό θα αποτελούσε εμπόδιο στην ενσωμάτωσή μας στην αμερικανική κοινωνία. Τα ελληνικά κόπηκαν μαχαίρι, λοιπόν. Ευτυχώς, η γιαγιά Ολυμπία που ζούσε μαζί μας δεν υπάκουσε στους νέους κανόνες. Χάρη σε εκείνη και στην εξάσκηση που κάναμε όσο οι γονείς μας έλειπαν από το σπίτι κρατήσαμε ζωντανή την ελληνομάθειά μας».

Σήμερα, τα μέλη του Λυκείου Ελληνίδων Βοστώνης ξεπερνούν τα εκατό: φοιτητές, υπάλληλοι, τεχνίτες, επιστήμονες, νέοι και μεγαλύτεροι, όλοι εθελοντές και παθιασμένοι με αυτό που κάνουν. Τους δίνει χαρά η καινούργια δεξιότητα που αποκτούν μαθαίνοντας τσάμικο, καλαματιανό, πεντοζάλη, συρτό, ποντιακό πυρρίχιο ή μπάλο, αλλά υπάρχει και κάτι βαθύτερο, όπως επισημαίνει η κ. Σάββα: «Η επαφή με τις ρίζες τους και η αίσθηση του ανήκειν σε μια ομάδα όπου η έννοια της ταυτότητας είναι πολύ ισχυρή – όπως και οι δεσμοί που δημιουργούνται ανάμεσά μας…».

Πηγή: Καθημερινή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ειδήσεις σήμερα

Μπορεί να σας ενδιαφέρουν