Μάρκος Βαμβακάρης, Νίκος Ξυλούρης αρχή και βίοι σχεδόν παράλληλοι, τελευτή την ίδια ημερομηνία… Ο Παράδεισος πιο μελωδικός από τις 8 Φεβρουαρίου…
Η μουσική, ήταν (και είναι) για τους Έλληνες μια παγανιστική τελετουργία, κατά κάποιον τρόπο. Δεν είναι τυχαίο, ότι εκφραστές της- λαϊκής κυρίως- μουσικής στον τόπο μας έχουν μετουσιωθεί σε είδωλα και λατρεύονται με θρησκευτική ευλάβεια. Ο θάνατος, πρόσφατα, του λαϊκού αοιδού Βασίλη Καρρά έλαβε διαστάσεις απώλειας πνευματικού ή και θρησκευτικού ταγού. Δικαίως! Στην Ελλάδα, γνωρίζουν άπαντες ότι οι πολιτικοί είναι για να φτύνεις το φάκελο και να τους ψηφίζεις και εκείνοι να σε «φτύνουν», όταν έλθουν εν τη εξουσία… Οι λαϊκοί βάρδοι είναι για να σε κάνουν να ξεχνάς τη μίζερη πραγματικότητα!
Μακρύς ο πρόλογος για να μπούμε σε ένα σύντομο θέμα: μια μέρα σαν σήμερα, 8 Φεβρουαρίου του 1972 το μπουζούκι και οι τραχιά φωνή του Μάρκου Βαμβακάρη παύουν να συμμετέχουν σε ζωντανές μεταδόσεις… και επίσης μια μέρα σαν σήμερα, 8 Φεβρουαρίου του 1980, στενάξαν μεντεσέδες και χαλκώματα με τη «φυγή» του Αρχάγγελου Νίκου Ξυλούρη.
Μάρκος και Ξυλούρης, σύμβολα εποχής κι οι δυο τους άφησαν χνάρια βαθιά στην τσιμεντένια πατωσιά του ελληνικού τραγουδιού.
Πατριάρχης του λαϊκού-ρεμπέτικου ο Μάρκος, εκπρόσωπος της Παράδοσης (κυρίως της Κρητικής) που την πάντρεψε με το έντεχνο λαϊκό ο Ξυλούρης.
Ο Μάρκος, γέννημα θρέμμα της Σύρας. Ο Ξυλούρης των Ανωγείων. Μπουζουξής ο ένας, λυράρης ο άλλος. Και οι δυο αγαπήθηκαν από τον λαό! Σημαντικό στην στεγνή εποχή της τεχνολογικής αλλοτρίωσης.
«Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι… Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή» γράφει ο Βαμβακάρης για τη σπουδαία επιτυχία του.
Κι ο Νίκος Ξυλούρης είχε πει σε μια από τις συνεντεύξεις του: «Πολλές φορές συμβαίνει να ‘μαι κακόκεφος ή κουρασμένος. Πριν βγω, νοιώθω λίγο ανήσυχος για το τι θα κάνω. Ε, λοιπόν, όταν βγω, και πιάσω το μικρόφωνο στο χέρι μου και δω τον κόσμο, τα ξεχνάω όλα: Ούτε κακοκεφιές, ούτε κούραση, ούτε τίποτε. Δεν έχει σημασία πόσοι σε ακούν εκείνη την στιγμή. Και ένας άνθρωπος να βρίσκεται στο μαγάζι, πρέπει να τραγουδάς όπως πάντα. Και ο ένας, μετά, όταν θα τελειώσεις, θα σκεφτεί τι άκουσε, θα σε κρίνει»…
Τα βιογραφικά είναι περιττά, άλλωστε για τους Αγίους ουδείς θέλησε ποτέ να μάθει πώς άγιασαν… Απλά, οι θρησκευόμενοι άνθρωποι θαυμάζουν και γονατίζουν με ό,τι ακούνε γι’ αυτούς. Το ίδιο συμβαίνει και με τους λαϊκούς βάρδους. Μια εικόνα-αφίσα πάνω από το προσκέφαλο: Τα ματόκλαδά σου λάμπουν από το βάθος και πιο έξω στο χρόνο: Ήταν μια φορά μάτια μου… Κι ένα καντήλι άσβεστο για την βαθιά ψυχούλα τους.Ο Μάρκος «έφυγε» στα 66 του. Ο Ξυλούρης στα 43.
Πηγή: ethnos.gr