Η θέση αυτή της κυβέρνησης, και προσωπικώς του Πρωθυπουργού, δείχνει άγνοια του ιδιαίτερου καθεστώτος της Εκκλησίας της Κρήτης, από την οποία μάλιστα κατάγεται.
1.Στον φαύλο κύκλο της αβεβαιότητας έχει εισέλθει από ικανού χρόνου η Εκκλησία Κρήτης και η σχέση της τόσο με το Οικουμενικό Πατριαρχείο όσο και με την ελληνική πολιτεία. Η ιστορία ξεκίνησε με την εκδημία του Μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου, με έδρα τα Χανιά, κυρού Δαμασκηνού [Παπαγιαννάκη] στις 8 Απριλίου 2025.
Σύμφωνα με τον Κατασταστικό Νόμο της Εκκλησίας Κρήτης, η Επαρχιακή Σύνοδος, υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγένιου [Αντωνόπουλου], αποφάσισε, ομοφώνως, να πληρώσει τον κενό μητροπολιτικό θρόνο με τη μετάθεση σε αυτόν του Μητροπολίτη Κισσάμου και Σελίνου Αμφιλόχιου [Ανδρονικάκη].
2. Την απόφαση της Επαρχιακής Συνόδου δεν αποδέχθηκαν, όμως, ούτε η ελληνική κυβέρνηση ούτε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δεν θέλω να πιστέψω ότι η άρνηση της κυβέρνησης οφειλόταν στη αντίρρηση προσωπικώς του Πρωθυπουργού να μετατεθεί στα Χανιά ο συγκεκριμένος ιεράρχης.
Το Πατριαρχείο, εξάλλου, υπέβαλε ερώτημα στο υπουργείο Παιδείας της Ελλάδας, αν η μετάθεση είναι σύμφωνη με τον Καταστατικό Νόμο της Εκκλησίας Κρήτης. Και το υπουργείο Παιδείας, «σαν έτοιμο από καιρό», ερμήνευσε αυθεντικώς τη σχετική διάταξη του Καταστατικού Νόμου (άρθρο 22 Ν. 4149/1961) με τροπολογία-φωτογραφία, σε άσχετο, κατά την απαράδεκτη κοινοβουλευτική πρακτική, νόμο (άρθρο 89 Ν. 5195/2025 «Ρύθμιση υγειονομικών θεμάτων των Ενόπλων Δυνάμεων»!) έτσι ώστε να αποκλείεται ο συγκεκριμένος Μητροπολίτης από τη μετάθεση.
Στις 17. 9.2025 αντιπροσωπεία της Εκκλησίας Κρήτης, με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Ευγένιο, συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Εκεί διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει πρόθεση της κυβέρνησης να υπαναχωρήσει από τη θέση της, ισχυριζόμενη πως η ερμηνευτική διάταξη προστέθηκε μετά από αίτημα του Πατριαρχείου. Στο μεταξύ, το Πατριαρχείο ανακοίνωσε την απόφασή του να προχωρήσει σε αναθεώρηση του Καταστατικού της Εκκλησίας Κρήτης, θέμα στο οποίο η κυβέρνηση απεκδύθηκε των ευθυνών της και παρέπεμψε στον Πατριάρχη.
Η θέση αυτή της κυβέρνησης, και προσωπικώς του Πρωθυπουργού, δείχνει άγνοια του ιδιαίτερου καθεστώτος της Εκκλησίας της Κρήτης, από την οποία μάλιστα κατάγεται.
3. Η Εκκλησία της Κρήτης, ως γνωστόν, δεν αποτελεί μέρος της Εκκλησίας της Ελλάδος. Οφείλει την ύπαρξή της στους αγώνες των Κρητών για ανεξαρτησία που οδήγησαν στην ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας.
Στο Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας του 1899 ρυθμίζεται και το θέμα της εγκαθίδρυσης του Μητροπολίτη Κρήτης. Τούτο οδήγησε στην κατάρτιση και υπογραφή Σύμβασης μεταξύ του τότε Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντίνου Ε’, εκπροσωπούμενου από τον Μητροπολίτη Κρήτης Ευμένιο [Ξηρουδάκη], και του Υπατου Αρμοστή της Κρήτης, πρίγκιπα της Ελλάδας Γεωργίου, εκπροσωπούμενου από τον υπουργό Δικαιοσύνης Ελευθέριο Βενιζέλο. Η Σύμβαση αυτή επικυρώθηκε στα Χανιά στις 14 Οκτωβρίου 1900.
Σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή, η Σύνοδος του Πατριαρχείου εξακολουθεί να εκλέγει τον Μητροπολίτη Κρήτης μεταξύ τριών εκ των Επισκόπων της Κρήτης που προτείνει ο Υπατος Αρμοστής, δηλαδή η πολιτεία. Προκειμένου εξάλλου για την πλήρωση κενής θέσης Επισκόπου, η Επισκοπική Σύνοδος εκλέγει τρεις υποψηφίους, εξ αυτών δε ο Υπατος Αρμοστής επιλέγει τον ένα.
Σε εκτέλεση της Σύμβασης, η Εκκλησία Κρήτης είναι ελεύθερη «εν κοινή συμπράξει μετά της Κρητικής Πολιτείας να κανονίση πάντα τα λοιπά κατ’ αυτήν». Ετσι εκδόθηκε ο Ν. 276/1900 «Περί Καταστατικού νόμου της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας», ο οποίος ίσχυσε και μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα την 1.12.1913.
Η αρχική σκέψη ήταν να ενωθεί η Εκκλησία της Κρήτης με της Ελλάδος. Τα πολεμικά και πολιτικά γεγονότα που μεσολάβησαν οδήγησαν τελικώς στην Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928, με την οποία οι Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου που περιήλθαν στην ελληνική επικράτεια δόθηκαν προς διοίκηση, υπό όρους, στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, «πλην της Αγιωτάτης Εκκλησίας της νήσου Κρήτης, διαφυλαττούσης το άχρι τούδε αυτόνομον αυτής καθεστώς».
Το 1961 εδέησε η ελληνική πολιτεία να ψηφίσει Καταστατικό Νόμο (Ν. 4149) για την Εκκλησία Κρήτης που βασίζεται στον Ν. 276/1900 της Κρητικής Πολιτείας και εξακολουθεί να ισχύει, όπως έχει στο μεταξύ τροποποιηθεί.
4. Οι μεταθέσεις Επισκόπων, σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες, κατ’ αρχήν απαγορεύονται. Εξαιρετικώς όμως επιτρέπονται υπό όρους και προϋποθέσεις. Ειδικώς στην Εκκλησία της Ελλάδος αποτέλεσαν συνήθη πρακτική από την ίδρυσή της με βάση νομοθετικές παρεμβάσεις.
Στον Καταστατικό Χάρτη της Μεταπολίτευσης (Ν. 590/1977), που ισχύει και σήμερα όπως έχει τροποποιηθεί, όχι μόνο προβλέπται η μετάθεση ως τρόπος πλήρωσης χηρεύουσας Μητρόπολης, αλλά υποχρεωτικώς προηγείται η ψηφοφορία με το ερώτημα αυτό, πριν προχωρήσει η διαδικασία εκλογής Μητροπολίτη.
Στις Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου που δόθηκαν στην Εκκλησία της Ελλάδος η μετάθεση απαγορεύεται με βάση ρητό όρο στην Πατριαρχική Πράξη του 1928. Κατ’ εξαίρεση όμως, και εκεί μπορεί να γίνει, «προς μείζον της Εκκλησίας όφελος», όπως συνέβη το 2004 με τη μετάθεση του Αλεξανδρουπόλεως Ανθιμου [Ρούσσα] στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης.
Αλλά και στην Εκκλησία της Κρήτης, με διάταξη που προστέθηκε στον Καταστατικό της Νόμο (άρθρο 22 § 4), εισήχθη εμμέσως η δυνατότητα πλήρωσης κενού μητροπολιτικού θρόνου και με μετάθεση, καθώς εκλόγιμοι, άνευ εγγραφής στον κατάλογο των εκλογίμων, είναι και οι «Βοηθοί Επίσκοποι και Μητροπολίται» του Οικουμενικού Πατριαρχείου (άρθρο 2 ΝΔ 77/1974).
Μεταθέσεις έχουν λάβει χώρα, όμως, όχι μόνο εκτός (Ειρηναίος [Γαλανάκης] και Νεκτάριος [Χατζημιχάλης]), αλλά και εντός της Εκκλησίας της Κρήτης. Θα μνημονεύσω δύο, τη μετάθεση το 1979 του Μητροπολίτη Κισσάμου Κύριλλου [Κυπριωτάκη] στη Γορτύνης και Αρκαδίας και το 1987 του Λάμπης και Σφακίων Θεόδωρου [Τζεδάκη] στη Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου.
Επομένως η πρόσφατη ερμηνευτική διάταξη που περιορίζει τις μεταθέσεις μόνο εφόσον οι υποψήφιοι εδρεύουν εκτός Ελλάδας (άρθρο 89 Ν. 5195/2025) σκοπό έχει να αποτρέψει τη μετάθεση του Κισάμου Αμφιλόχιου στα Χανιά.
5. Εν όψει όλων αυτών εκφράζω τη βαθιά ανησυχία μου για τις εξελίξεις, καθώς η Σύνοδος του Πατριαρχείου φέρεται να εξετάζει το ενδεχόμενο να άρει τον ημιαυτόνομο χαρακτήρα της Εκκλησίας της Κρήτης και να εκλέγει και τους μητροπολίτες της.
Ευελπιστώ η κυβέρνηση να αναλάβει τις ευθύνες της που απορρέουν από τη Σύμβαση του 1900 και η Επαρχιακή Σύνοδος της Κρήτης να συνεργαστεί εποικοδομητικά με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ο οποίος, με τις γνώσεις, την εμπειρία και τη σοφία του, ασφαλώς μπορεί να οδηγήσει τα πράγματα σε καταλλαγή και συνεννόηση προς όφελος όλων των μερών και προς αποφυγή δημιουργίας διενέξεως σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη γεωστρατηγικά περιοχή.
Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Hashtags: #ΕκκλησίαΤηςΚρήτης #Φανάρι #Κυβέρνηση #Εκκλησιαστικά #ΟικουμενικόΠατριαρχείο #ΕκκλησίαΕλλάδος #Κρήτη #Θρησκευτικά #Επικαιρότητα #ChaniaNews #CreteNews #GreekNews #Πολιτική #ΕκκλησιαστικήΕνημέρωση #BreakingNews #ΣχέσειςΚράτουςΕκκλησίας #Ελλάδα #ΝέαΤώρα #Θρησκεία #ΕιδήσειςΣήμερα
Διαβάστε ακόμη: Κρήτη | Τι θα γίνει με την «ορφανή» Μητρόπολη Κυδωνίας και Αποκορώνου αν παραιτηθεί ο Αμφιλόχιος; Το παρασκήνιο «φωτιά» λίγο πριν τη Σύνοδο!