Σε οικονομικό αδιέξοδο βρίσκονται εκατομμύρια φορολογούμενοι, αλλά και δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις, που δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν εμπρόθεσμα στις φορολογικές τους υποχρεώσεις με αποτέλεσμα τα ληξιπρόθεσμα χρέη στην Εφορία να «φουσκώνουν» κάθε μήνα.
Τα στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, αποδεικνύουν την εικόνα που παρουσιάζει σήμερα η αγορά καθώς οι ληξιπρόθεσμες οφειλές στο τέλος Ιανουαρίου εκτινάχθηκαν στα 110,6 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 3,6 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Ιανουάριο 2024 και κατά 2,2 δισ. ευρώ από τον περυσινό Οκτώβριο.
Θα πρέπει βέβαια να αναφερθεί ότι ποσοστό 23,8% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, που αντιστοιχεί σε 26,3 δισ. ευρώ, αφορά σε οφειλές που χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης, όπως περιπτώσεις στις οποίες ο οφειλέτης και οι συνυπόχρεοί του δε διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία και ολοκληρώθηκε η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων και απαιτήσεων του οφειλέτη (και έπαυσαν οι εργασίες πτώχευσης αν πρόκειται για πτωχό).
To 60% φορολογικές οφειλές
Αξίζει να σημειωθεί ότι εξετάζοντας την ποιοτική διάρθρωση του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου διαπιστώνεται ότι το 60,6% αυτού, που αντιστοιχεί σε 51,1 δισ. ευρώ, πηγάζει από φορολογικές οφειλές, ενώ το υπόλοιπο των πραγματικών ληξιπρόθεσμων οφειλών προέρχεται από άλλες κατηγορίες οφειλής, οι οποίες παρουσιάζουν χαμηλό ποσοστό είσπραξης.
Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, σε αυτές περιλαμβάνονται τα πρόστιμα (φορολογικά και μη φορολογικά) τα οποία αποτελούν το 29% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, καθώς αγγίζουν τα 24,4 δισ. ευρώ και οι μη φορολογικές οφειλές (δάνεια, δικαστικά έξοδα, καταλογισμοί κτλ.), οι οποίες αποτελούν το 10,4% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 8,8 δισ. ευρώ. Λαμβάνοντας υπόψη ότι 8,7 δισ. ευρώ από τις φορολογικές οφειλές πηγάζουν από αφερέγγυους οφειλέτες και 14,6 δισ. ευρώ αφορούν σε οφειλές με λήξη δόσεων πέραν της τελευταίας δεκαετίας, απομένουν 27,7 δισ. ευρώ οφειλών από τις οποίες, σύμφωνα με στοιχεία της ΑΑΔΕ, πηγάζει άνω του 90% των εισπράξεων.
Με άλλα λόγια το σύνολο σχεδόν των εισπράξεων προέρχεται από μόλις το 32,8% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου.
Όσον αφορά το συνολικό αριθμό των οφειλετών, είναι αξιοσημείωτο ότι στο τέλος Ιανουαρίου παρατηρείται μείωση κατά 90.256 πρόσωπα (φυσικά και νομικά) σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024 με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται στους 3.841.369 οφειλέτες.
Αναλυτικότερα, η εν λόγω μείωση προέρχεται από τις χαμηλότερες κατηγορίες οφειλής (μέχρι 500 ευρώ), με τον αριθμό των οφειλετών να μειώνεται κατά 116.474 πρόσωπα, ενώ αντίθετα αύξηση του αριθμού των οφειλετών καταγράφεται σε υψηλότερες οφειλές, με την μεγαλύτερη να εντοπίζεται στην κατηγορία μεταξύ 10.000 και 100.000 ευρώ (κατά 20.661 πρόσωπα).
Η μείωση του αριθμού των οφειλετών στο εύρος οφειλής μέχρι 500 ευρώ συνοδεύεται από μείωση του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε ετήσια βάση κατά 17,2 εκατ. ευρώ συνολικά, ενώ το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο αυξάνεται στις υψηλότερες κατηγορίες οφειλής, με τη μεγαλύτερη αύξηση να εντοπίζεται σε οφειλές άνω του 1 εκατ. ευρώ (κατά 2 δισ. ευρώ).
Εξετάζοντας την κατανομή των οφειλετών και του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου διαπιστώνεται ότι το σύνολο σχεδόν των οφειλών (96,4%) πηγάζει από την κατηγορία άνω των 10.000 ευρώ, ενώ στο εύρος οφειλής άνω του 1 εκατ. ευρώ συγκεντρώνεται το 76,2% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου και μόλις το 0,3% των οφειλετών. Αντίθετα, το 90% των οφειλετών συγκεντρώνεται στις οφειλές έως 10.000 ευρώ με το συνολικό τους ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο να αγγίζει το 3,6% των συνολικών οφειλών.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί η διαφορετική συμμετοχή φυσικών και νομικών προσώπων στη διαμόρφωση του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, καθώς οι οφειλές των φυσικών προσώπων αποτελούν το 38,5% του συνόλου, αγγίζοντας τα 42,5 δισ. ευρώ, ενώ οι οφειλές των νομικών προσώπων διαμορφώνονται στα 68 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 61,5% του συνόλου.
Αναλύοντας τα στοιχεία οφειλών των φυσικών και νομικών προσώπων ανά εύρος οφειλής διαπιστώνεται ότι στις χαμηλές κατηγορίες οφειλών το σύνολο σχεδόν του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου προέρχεται από τα φυσικά πρόσωπα. Ενδεικτικό είναι ότι το 97,9% των οφειλών κάτω των 50 ευρώ και το 87,9% των οφειλών κάτω των 10.000 ευρώ πηγάζει από τα φυσικά πρόσωπα. Αντίστοιχα, το πλήθος των φυσικών προσώπων που οφείλουν λιγότερα από 50 ευρώ αντιστοιχεί στο 95,3% των οφειλετών αυτής της κατηγορίας οφειλής, ενώ για οφειλές μικρότερες των 10.000 ευρώ το πλήθος των φυσικών προσώπων διαμορφώθηκε στο τέλος του Ιανουαρίου του 2025 στα 3.049.150 άτομα, αποτελώντας το 88,2% του συνόλου για το συγκεκριμένο εύρος οφειλής.
Αντίθετα, όσο αυξάνεται το ύψος των οφειλών ενισχύεται και ο ρόλος των νομικών προσώπων στη διαμόρφωση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, αφού είναι χαρακτηριστικό ότι στην κατηγορία ληξιπρόθεσμου υπολοίπου άνω του 1 εκατ. ευρώ τα νομικά πρόσωπα συμμετέχουν στις οφειλές κατά 69,5%, με το ληξιπρόθεσμο υπόλοιπό τους να αγγίζει στο τέλος του Ιανουαρίου 2025 τα 58,6 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα, το πλήθος των νομικών προσώπων που οφείλουν πάνω από 1 εκατ. ευρώ διαμορφώθηκε στα 6.060, αποτελώντας το 61,6% του πλήθους των οφειλετών σε αυτό το εύρος οφειλής.
Μόλις το 4,4% σε ρύθμιση
Αναφορικά με τη ρύθμιση των οφειλών, σημειώνεται ότι μόλις το 4,4% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου βρίσκεται σε ρύθμιση, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 3,7 δισ. ευρώ. Το υψηλότερο ποσοστό των συνολικών ρυθμισμένων οφειλών (17,2%) εντοπίζεται στο εύρος 500 με 10.000 ευρώ, ενώ εντός αυτού του εύρους το ποσοστό των ρυθμισμένων οφειλών αγγίζει το 19,3% για ποσά από 2.000 έως 3.000 ευρώ.
Τα ποσοστά ωστόσο διαφέρουν μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων, με το υψηλότερο ποσοστό ρυθμισμένων οφειλών φυσικών προσώπων να εντοπίζεται μεταξύ 500 και 10.000 ευρώ (17,2%) και να αγγίζει το 19,7% για ποσά από 2.000 έως 3.000 ευρώ, ενώ αντίθετα τα νομικά πρόσωπα ρυθμίζουν σε υψηλότερο ποσοστό (23,4%) οφειλές που ανήκουν στο εύρος από 10.000 έως 100.000 ευρώ. Το εν λόγω ποσοστό φτάνει στο 26,8% στην κατηγορία 10.000 με 20.000 ευρώ, ενώ χαμηλά ποσοστά ρύθμισης οφειλών διαπιστώνονται τόσο σε χαμηλά ποσά οφειλής (ιδιαίτερα κάτω των 500 ευρώ), όσο και σε υψηλά ποσά οφειλής (άνω των 20.000 ευρώ για φυσικά πρόσωπα και άνω των 150.000 ευρώ για νομικά πρόσωπα).
Το κενό είσπραξης
Ένα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον θέμα που σχετίζεται με τις εισπράξεις, όπως αναφέρεται και στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, είναι αυτό του Κενού Είσπραξης Οφειλών προς τη φορολογική διοίκηση, το οποίο ουσιαστικά μετρά τη διαφορά ανάμεσα στη φορολογική επιβάρυνση που επιβάλλεται στους φορολογούμενους και το βάρος που τελικά εκείνοι αναλαμβάνουν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά το 2015 το Κενό Είσπραξης παρουσιάζει μείωση (με εξαίρεση το 2020 που αυξήθηκε λόγω των οικονομικών επιπτώσεων της κρίσης του COVID-19), ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα ο ρυθμός αύξησης του συνολικού ληξιπρόθεσμου σταδιακά μειώνεται.
Το 2024 μάλιστα, που το Κενό Είσπραξης αγγίζει το χαμηλότερό του σημείο (0,8%), παρατηρείται μείωση του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε ετήσια βάση κατά 7%. Αναλύοντας δε τις επιμέρους κατηγορίες από τις οποίες προέρχεται το Κενό Είσπραξης διαπιστώνεται ότι σε όλα τα έτη το μεγαλύτερο μέρος του Κενού Είσπραξης πηγάζει από τις μη φορολογικές οφειλές και τα πρόστιμα (57,3% κατά μέσο όρο), ακολουθούν οι έμμεσοι φόροι25 με μέσο ποσοστό συμμετοχής 24,3%, ενώ την μικρότερη συμμετοχή στη διαμόρφωση του Κενού Είσπραξης έχουν οι άμεσοι φόροι26 (18,4%).
Πηγή:naftemporiki.gr