Υπάρχουν κάποια μέρη που σου κρατάνε ένα κομμάτι της καρδιάς σου για πάντα αν τύχει και τα ερωτευτείς. Δεν έχει σημασία αν έχεις ρίζες από εκεί. Σημασία έχει αν ριζώνεις εκεί. Δεν είναι τα τοπία ούτε οι φωτογραφικές στιγμές. Είναι ο αέρας, οι άνθρωποι, η γεύση και η αφή σου που αρχίζουν και αλλάζουν. Ετσι είναι οι μαγικοί τόποι. Δεν τους αλλάζεις, σε αλλάζουν αυτοί!
Από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στη Γαύδο κατάλαβα ότι το νησί είναι πολύ ιδιαίτερο και πήρα μια βαθιά ανάσα βουτώντας στα βαθιά του. Βρήκα το δέντρο μου, έπιασα τη γωνίτσα μου και κάθισα σε ησυχία να δω το έργο. Αυτή η πλήρης ακινησία του νου που σου προκαλούν η έντονη ζέστη και η καυτή άμμος, ο λίβας που φυσά κι η έλλειψη τεχνολογικών – ηλεκτρικών αντιπερισπασμών σε βοηθά μέρα με τη μέρα να καθαρίζεις τα μέσα σου· να θεραπευτείς. Και μετά αρχίζει η μαγεία. Ολες οι «φυλές» της Γαύδου, αυτό το μείγμα ξωτικών, νεράιδων, εξόριστων, φυσιολατρών, ιδιαίτερα ευαίσθητων ανθρώπων, δημιουργεί ένα μοναδικό μωσαϊκό. Η γύμνια που σου προστάζει η έντονη ζέστη βοηθάει κι αυτή να ξεφορτωθείς όλα τα περιττά της ψυχής σου. Η αλληλεγγύη, η καλοσύνη, το αίσθημα ηρεμίας και γαλήνης που κυριαρχούν στην ατμόσφαιρα σε γιατρεύουν και σε κάνουν να πιστεύεις και πάλι στη συλλογικότητα, την κοινότητα.
Οι τόποι που αγαπάμε είναι εκεί που αγαπηθήκαμε. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι αυτό το νησί ξέρει να αγαπάει και ξέρει να σ’ το δείχνει. Ξέρει να μην απαγορεύει, να μην αποκλείει, να μην τιμωρεί, να μην κατακρίνει, να μην εκμεταλλεύεται. Ξέρει να σέβεται, να αποδέχεται, να αγκαλιάζει, να συμπορεύεται.
Η Γαύδος ανήκει στην καρδιά του Θεού και στους εραστές της με τον ίδιο τρόπο που καθετί στον κόσμο αυτό ανήκει εκεί που αγαπά και αγαπιέται. Και όσο κι αν η «τάξη» που θέλουν τόσο να επιβάλουν παντού πάει να την ακουμπήσει με γελοίες απαγορεύσεις τόσο το ίδιο το νησί αλλά κι εμείς θα είμαστε στο ρίζωμά της να την πλαισιώνουμε όποτε χρειαστεί.
Η Γαύδος είναι η ελευθερία. Ηταν και είναι λεύτερη. Κι εκεί γίνεσαι κι εσύ λεύτερος. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αξία απ’ αυτή.
Μερικές φορές αναρωτιέμαι: Η καρδιά ενός τόπου χτυπάει για τους μόνιμους κατοίκους του ή για τους εραστές του; Ποιο είναι το πεπρωμένο ενός τόπου; Εχει δίκιο ο Γκαλεάνο που λέει ότι βρίσκεται στο χώμα του; Αν έχει δίκιο, μάλλον η Γαύδος του την έσκασε για τα καλά – μέχρι στιγμής!
Το νησί με το ατελείωτο αρχαίο κεδρόδασος και το Λιβυκό να το χτυπάει αλύπητα, θα έλεγε κανείς πως ομοιάζει με εξορία. Και δεν θα έπεφτε έξω. Απομακρυσμένο αρκετά από τη νότια Κρήτη και από κάθε στεριά, με δύσκολη ακτοπλοϊκή σύνδεση και τα απαγορευτικά στο τσεπάκι, η Γαύδος για πολλά χρόνια ήταν «τόπος εξορίας» απ’ την κοινωνία. Είτε για αντιφρονούντες, είτε για ψυχικά άρρωστους, είτε για εξαρτημένους.
Με έναν τρόπο, συνεχίζει να είναι μια τεράστια αγκαλιά για όλους αυτούς. Αντιφρονούντες απέναντι στους υπέρογκους κανόνες της κοινωνίας, στα αυστηρά κουτιά που μας έμαθαν να κινούμαστε ως ψυχικά άρρωστοι από την τρέλα της συνεχούς πίεσης και του άγχους και εξαρτημένοι από ένα κάρο άχρηστα πράγματα. Ομως αυτό είναι το πιο σημαντικό: Eραστές της ελευθερίας! Περιπετειώδεις ψυχές που το λέει η καρδιά τους. Πάνε με τα χέρια ορθάνοιχτα για το μεγάλο σχολείο.
Το νησί σε μαθαίνει κάτι πολύ σημαντικό. Oτι χρειάζεσαι λίγα και καλά. Ζεις κάτω απ’ τα δέντρα και τον αδιανόητο έναστρο ουρανό, με ένα παρεό, χωρίς κλειδιά, κινητά, τεχνητά φώτα, χωρίς τηλεόραση. Μαθαίνεις να βλέπεις στο σκοτάδι, να υπολογίζεις τις αποστάσεις με σημάδι τα άστρα, να ξέρεις πώς να προστατευθείς απ’ τον δυτικό αέρα που αν πιάσει τα ρημάζει όλα. Μαθαίνεις να κάνεις γειτονία, να ζητάς και να δίνεις βοήθεια, να κερνάς απ’ το φαΐ σου και να λαμβάνεις. Μαθαίνεις να υπερασπίζεσαι τη φύση σαν να είναι το σπίτι σου. Μαθαίνεις να λες καλημέρα σε κάθε άγνωστο που περνάει από μπροστά σου, μαθαίνεις τη δύναμη της συλλογικότητας. Βγαίνεις απ’ το χανιώτικο καράβι με όλο το ανθρωπομπουλούκι της Κρήτης. Υστερα κατεβαίνεις Σφακιά. Πας στον μόλο. Αρχίζει και αλλάζει το σκηνικό. Αλλος κόσμος, άλλη αίσθηση. Μια αδιόρατη κοινή χαρά σαν αποστολή. Να φτάσουμε στον μακρινό εκείνο τόπο. Το ταξίδι μεγάλο και η χαρά άλλη τόση. Στο καράβι ήδη το κλίμα έχει αλλάξει. Μια άλλη κοινωνία, μια ξεγνοιασιά. Μπαίνει το καράβι και δένει. Κοιτάς και δεν καταλαβαίνεις γιατί όλοι μιλάνε για τη Γαύδο. Προχωράς, πας στην παραλία σου. Την περπατάς. Υπέροχο το σκηνικό, αλλά συνεχίζεις να μην καταλαβαίνεις τον ντόρο. Εχεις τη φόρα του επισκέπτη, του ξένου. Σου φτάνουν μια δυο μέρες για ν’ αρχίσεις να νιώθεις στις φλέβες σου μέρος της συμμορίας του νησιού.
Πηγή: documentonews.gr