Ένα ενδιαφέρον συμπέρασμα προκύπτει από έρευνα που διενήργησε η KAPA Research σε κοινό Ελλήνων καταναλωτών για λογαριασμό της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Ακινήτων (ΠΟΜΙΔΑ), το οποίο σχετίζεται με τους λόγους για τους οποίους πολλοί Έλληνες αρνούνται να εγκαταλείψουν τη βραχυχρόνια μίσθωση και να τη μετατρέψουν σε μακροχρόνια, αξιοποιώντας τα κίνητρα που δόθηκαν πρόσφατα.
Τα κίνητρα αφορούν την τριετή φοροαπαλλαγή των μισθωμάτων που προέρχονται από μισθώσεις κενών κατοικιών, ή κατοικιών που είχαν διατεθεί για βραχυχρόνια μίσθωση, προκειμένου να αυξηθεί ο αριθμός των ακινήτων που διατίθενται για μακροχρόνια μίσθωση.
Ως αποτέλεσμα, πολλοί ιδιοκτήτες κλήθηκαν να απαντήσουν στο δίλημμα: πρόσθετα έσοδα από τη βραχυχρόνια μίσθωση (αλλά και πολύ περισσότερα έξοδα) ή τριετής φοροαπαλλαγή στη μακροχρόνια μίσθωση (που έχει και αυτή τις προκλήσεις της).
Η έρευνα έδειξε ότι παρότι το 48% κρίνει το μέτρο ως πολύ ή αρκετά ικανοποιητικό, κρίνοντάς το, -θεωρητικά, όχι όμως απαραίτητα- ως μια επιλογή εξόδου από την αγορά βραχυχρόνιας μίσθωσης, δεν συμβαίνει το ίδιο με ένα 16% το οποίο αξιολογεί το μέτρο από λίγο έως καθόλου ικανοποιητικό και, ως εκ τούτου, δεν είναι καθόλου πιθανό ότι θα το αξιοποιήσει.
Το κίνητρο δεν πείθει ως προς τα μελλοντικά τους έσοδα
Λόγοι ανασφάλειας για την εξέλιξη των μελλοντικών τους εισοδημάτων φαίνεται να βρίσκονται πίσω από τους λόγους για τους οποίους μερίδα των Ελλήνων δεν … πείθεται να «μετακομίσει» τα ακίνητά του σε καθεστώς μακροχρόνιας μίσθωσης. Συγκεκριμένα, από τους «επικριτές» του, το 33% θεωρεί το μέτρο ανεπαρκές γιατί προβληματίζεται με τον κίνδυνο απώλειας της φοροαπαλλαγής σε περίπτωση αποχώρησης του ενοικιαστή και το 30% γιατί θεωρεί τη φορο-ελάφρυνση χαμηλή.
Σημειώνεται ότι η ΠΟΜΙΔΑ πρότεινε να απαλειφθεί η διάταξη περί απώλειας της φοροαπαλλαγής σε περίπτωση «κένωσης» της κατοικίας από τον αρχικό ενοικιαστή, με το σκεπτικό ότι δημιουργεί πλήρη ανασφάλεια στους εκμισθωτές, καθιστώντας τους κυριολεκτικά «ομήρους» των προθέσεων των ενοικιαστών τους. Η 36μηνη φορολογική απαλλαγή, θα πρέπει να συναρτηθεί ρητά και αποκλειστικά με την κάθε κατοικία και όχι με το πρόσωπο και τις διαθέσεις του αρχικού ενοικιαστή, ανεξαρτήτως της τυχόν -αναγκαστικής για τον ιδιοκτήτη- εναλλαγής επομένων ενοικιαστών εντός του συνολικού διαστήματος των 36 μηνών, επισημαίνει η Ομοσπονδία.
Πιο ελκυστικά και… εγγυημένα τα έσοδα από τη βραχυχρόνια μίσθωση;
Τι συμφέρει περισσότερο; Δεδομένης της ανόδου του Ελληνικού τουρισμού, και της αναμφισβήτητης καθιέρωσης της βραχυχρόνιας μίσθωσης στην αγορά, πολλοί κρίνουν ότι είναι προτιμότερο να διατηρήσουν τα ακίνητά τους σε αυτή. Ενδεικτικά, επισημαίνεται ότι σύμφωνα με ανάλυση στοιχείων της Airbnb από την airbtics.com, το μέσο έσοδο ανα καταχώρηση βραχυχρόνιας μίσθωσης στην Αθήνα το τελευταίο 12μηνο ανέρχεται σε πάνω από 19.000 ευρώ, ανά καταχώρηση (συμπεριλαμβάνοντας έσοδα διαμονής και χρεώσεις καθαριότητας), ενώ για τη Θεσσαλονίκη το μέσο έσοδο ανέρχεται σε 12.800 ευρώ.
Βέβαια, στα δημοφιλή νησιά, όπου οι τιμές είναι στα ύψη, τα έσοδα είναι σημαντικά μεγαλύτερα. Το αντίστοιχο μέσο έσοδο για τα ακίνητα βραχυχρόνιας μίσθωσης στη Σαντορίνη, εκτοξεύεται στα 43.000 ευρώ, ενώ στη Μύκονο στα 46.000 ευρώ.
Ένδειξη θετικής διάθεσης προς τη βραχυχρόνια μίσθωση είναι και το γεγονός ότι στην έρευνα της KAPA Research, το 59% των ιδιοκτητών αναφέρουν ότι είναι συμφέρον να διαθέτει κανείς σήμερα ακίνητα για να τα ενοικιάζει, έναντι 25% που πίστευαν το ίδιο το, κοντινό, 2018 και 18% το 2012. Σε αυτό το ποσοστό συγκαταλέγονται όλων των ειδών οι ενοικιάσεις, με μεγάλη πιθανότητα η αύξησή του να οφείλεται σε ένα βαθμό και στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, οι οποίες κρίνονται συμφέρουσες από μεγάλο μέρος ιδιοκτητών.
Παράλληλα, οι περισσότεροι (59%) αναφέρουν ότι οι μεγαλύτερες προοπτικές ανάπτυξης την ερχόμενη διετία θα είναι στα ακίνητα για τουριστική εκμετάλλευση (διαμερίσματα, ενοικιαζόμενα δωμάτια, ξενοδοχεία).
Airbnb χωρίς τύψεις
Η εξάπλωση της βραχυχρόνιας μίσθωσης, όμως, συρρικνώνει την προσφορά κατοικίας; Οι Έλληνες απαντούν πως μάλλον όχι. Η έρευνα της KAPA Research έδειξε ότι το πιο αποδοτικό κίνητρο στην ενίσχυση της προσφοράς ακινήτων είναι η μόνιμη μείωση της φορολογίας ενοικίων (46%), η επιδότηση των εξόδων ανακαίνισης (31%) και η αφαίρεση από το φορολογητέο εισόδημα των εξόδων ανακαίνισης παλαιών κατοικιών (30%).
Άλλωστε, όπως προέκυψε και από το πρόσφατο συνέδριο της ΠΟΜΙΔΑ, κυριότερη αιτία της κρίσης στέγης είναι η φορολογία στα ακίνητα. Την ίδια ώρα, από έρευνα της Eurostat για το 2023 προκύπτει ότι ποσοστό 28,5% των Ελλήνων, το υψηλότερο στην ΕΕ, δαπανούν πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για στέγαση (ενοίκιο ή δόση δανείου, κόστη συντήρησης και επισκευών, ενεργειακά κόστη, τοπικοί φόροι και εισφορές). Δηλαδή, σχεδόν το ένα στα τρία νοικοκυριά στην Ελλάδα βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση, όπου το κόστος στέγασης απορροφά μια πολύ μεγάλη (και συχνά αβάσταχτη) μερίδα του διαθέσιμου εισοδήματος.
Αναφορικά με τις κενές κατοικίες, οι οποίες εντάσσονται επίσης στο κίνητρο, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, από το 12% των ιδιοκτητών ακινήτου στην Ελλάδα που είναι ιδιοκτήτες κενής κατοικίας, οι περισσότεροι (54%) δήλωσαν ότι η κατοικία παραμένει κενή εξαιτίας αναγκών ανακαίνισης. Οι ιδιοκτήτες κενής κατοικίας διχάζονται για το εάν η τριετής φοροαπαλλαγή δίνει ή όχι κίνητρο για ανακαίνιση και ενοικίασή τους (46% και 48% αντίστοιχα) με το 35% να αναφέρει ότι το κόστος ανακαίνισης υπερβαίνει τα 20.000 ευρώ και το 25% ότι κυμαίνεται από 10.000 έως 20.000 ευρώ.
Πηγή:tornosnews.gr