ΚΑΜ: Σύγχρονη Αρχιτεκτονική στη Σικελία, η Σχολή των Συρακoυσών

7'

Οι συνέργειες της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Πολυτεχνείου της Κρήτης με ιταλικά πανεπιστήμια έχουν αποδώσει ενδιαφέροντα συμβάντα στην προσέγγιση των τεκταινόμενων στις δύο χώρες και της σκέψης γύρω από την αρχιτεκτονική.

Συνέργειες με το πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης, με εκείνο της Ferrara, με το I.U.A.V. της Βενετίας, το Πολυτεχνείου του Τορίνου, τελευταία με τη Σχολή των Συρακουσών.

Ο Νίκος Σκουτέλης είχε την ιδέα της οργάνωσης έκθεσης με έργα καθηγητών και ελεύθερων επαγγελματιών από τη Σχολή των Συρακουσών και την ευρύτερη περιοχή της δυτικής Σικελίας.

Από τις 10 έως τις 20 Μαρτίου θα εκτεθούν στο ΚΑΜ στα Χανιά τριανταπέντε πινακίδες με αντίστοιχα έργα Σικελών αρχιτεκτόνων ενώ η ημέρα εγκαινίων έχει οριστεί η Παρασκευή 14 Μαρτίου, όπου θα παρουσιαστεί σε τέσσερις ομιλίες η θεματική της έκθεσης και η έρευνα-καταγραφή της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στη Σικελία που επιμελήθηκαν οι καθηγήτριες Paola Barbera και Maria Rosaria Vitale.

Στην έκθεση εκτός των πινακίδων με μικρά και μεγάλα κτήρια, διαμορφώσεις δημόσιων χώρων και αναπλάσεις εσωτερικών θααρτηθούν και πινακίδες με ζητήματα θεωρητικών αναζητήσεων πολλών από τους εκθέτες. Κοινό τόπο της έκθεσης αποτελεί η ανάγκη προβολής της σύγχρονης αρχιτεκτονικής έκφρασης από έναν τόπο περιφερειακό του ευρωπαϊκού χώρου, ζεστό, σχεδόν άνυδρο, γεμάτο ζωντάνια, που τόσο μοιάζει με την περίπτωση της Κρήτης.

Το νοτιοανατολικό τμήμα της Σικελίας, η ακτή που βρέχεται από το Ιόνιο, από τη Μεσίνα, την Κατάνη, την Αυγούστα, τις Συρακούσες και ως την κοιλάδα Val di Noto, είναι μια συναρπαστική και πολύπλοκη εδαφική πραγματικότητα, που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός οροπεδίου που διασχίζεται από βαθιές τομές και παλιά λατομεία, ένα εξαιρετικό παλίμψηστο αρχαϊκούς οικισμούς, πόλεις ελληνικής ίδρυσης, αστικές δομές μεσαιωνικής διάταξης, μπαρόκ πόλεις που ξαναχτίστηκαν τον 18ο αιώνα, με φόντο συνεχώς το προφίλ της Αίτνας που επιβάλλει την παρουσία της από μακριά, που ποικίλλει ανάλογα με τις εποχές.

Οι Σικελοί αρχιτέκτονες στο σύνολο της παρουσίας τους προβάλλουν την αρχιτεκτονική πρακτική ως απόρροια της σκέψης γύρω από τον μοντερνισμό και σε σχέση με τα μηνύματα, το παλίμψηστο του τόπου τους. Σύμφωνα με τον Francesco Cellini, δάσκαλο σε πολλύς από αυτούς, «. . . προσδιορίζουν τις θέσεις του, ξεχωρίζοντας το από τόση επίκαιρη και εύπεπτη παραγωγή, . . . και πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι δεν αποτελούν ομάδα ή πολύ λιγότερο, μια κίνηση: είναι απλώς μια μικρή άτυπη και κάπως ρευστή ομάδα ανθρώπων, διαφορετικής ηλικίας, εμπειρίας και συμμετοχής, που όμως έχουν πλέον σε αυτούς έχει συσσωρευτεί ένας ουσιαστικός πλούτος παράλληλης, ή σχεδόν παράλληλης εργασίας, και που συχνά είναι πολύ σύμφωνο προς την παραπάνω κατεύθυνση που περιγράφεται, δηλαδή να συλλάβει το έργο σε αυτό αναπόσπαστη σχέση με το υφιστάμενο και με την ιστορία του υπάρχοντος. Και αυτή η αισθητή ενότητα του σκοπού είναι που το κάνει έτσι, πέρα από την (μερικές φορές ριζική) ποικιλία των μεθόδων, το έργο τους να αναγνωριστεί γενικά ως πρωτότυπο και ουσιαστικά ως μια συνεκτική συμβολή στον σύγχρονο ιταλικό αρχιτεκτονικό πολιτισμό. Η ίδια ενότητα σκοπού έχει επίσης δοθεί μια αναγνωρίσιμη ταυτότητα στη Σχολή των Συρακουσών, στην οποία ένα μεγάλο μέρος αυτών εργάζονται»

Σε άλλη πινακίδα ο καθηγητής Bruno Messina αναφέρεται με κριτικό πνεύμα σε ένα είδος παρεξήγησης: «Η παροχή λύσεων στην απώλεια της μορφής της πόλης και της επικράτειάς της και η ταύτισή τους με τα εργαλεία του αρχιτεκτονικού έργου μπορεί επομένως να είναι μια συγκεκριμένη και σύγχρονη υπόθεση εργασίας για τον αρχιτέκτονα. Αντίθετα, έχω την εντύπωση ότι σήμερα υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη τάση να συμπίπτει το έργο το μετασχηματισμού με εκείνο της ανάγνωσης των αστικών φαινομένων και της περιοχής, δηλαδή τείνουν να συμπίπτουν τα εργαλεία του αρχιτέκτονα με αυτά του γεωγράφου, εργαλεία που είναι απαραίτητα αλλά όχι επαρκή για το έργο, ακριβώς επειδή δεν έχουν αυτή την ικανότητα να προ-καταβάλλουν, δηλαδή να περιγράψουν, να προβλέψουν και να προτείνουν μέσα από τη διαδικασία αναγνώρισης».

Η έκθεση προσπαθεί να αποτελέσει απάντηση με απτές, υλικές κατασκευές και σε αυτή την ‘παρεξήγηση’ που έχει παραγάγει έργο στο οποίο δημοσιογράφοι της αρχιτεκτονικής και κριτικοί απαντούν με μισόλογα. Σε αυτό οι Σικελοί φίλοι προσπαθούν να ανασυγκροτήσουν τα εργαλεία της τέχνης τους, με τα υλικά του τόπου τους,  την ιστορία και τους ανθρώπους του, τα δέντρα, το φως, τον αέρα και τη βροχή που τα λούζουν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ειδήσεις σήμερα

Μπορεί να σας ενδιαφέρουν